Ο Μπλέικ μόλις είχε χάσει όλες του τις οικονομίες στο χρηματιστήριο, τον είχαν ενημερώσει από την επενδυτική ότι ο λογαριασμός του είχε μηδενικό υπόλοιπο. Τώρα έπρεπε να βρει ένα τρόπο να το πει στον Τζέικ, ζούσαν μαζί τρία χρόνια και ένα κομμάτι των χαμένων χρημάτων ήταν από το δάνειο των σπουδών του. Ήξεραν και οι δύο ότι ήταν μεγάλο ρίσκο να εμπιστευτούν τα χρήματά τους σε μια νέα broker μιας μεσαίας κεφαλαιοποίησης χρηματιστηριακής, αλλά ήταν δικιά του απόφαση να επενδύσουν και το υπόλοιπο του φοιτητικού δανείου του Τζέικ. Το είχε κάνει χωρίς να του το πει με την ελπίδα ότι σύντομα θα ήταν οικονομικά ανεξάρτητοι. Τα δικά του χρήματα δεν τον ένοιαζαν αλλά τώρα ο Τζέικ θα έπρεπε να βρει τρόπο να χρηματοδοτήσει το υπόλοιπο των σπουδών του ή να σταματήσει το πανεπιστήμιο στο τελευταίο έτος. Αυτό το πτυχίο σήμαινε τόσα για αυτόν και τώρα του το στερούσε αυτός που τον λάτρευε σαν θεό. Ο Τζέικ είχε δώσει εξετάσεις εισαγωγής στην νομική διαβάζοντας όσο καιρό εξέτιε την ποινή φυλάκισης του για εμπόριο όπλων. Μόλις αποφυλακίστηκε είχε γίνει δεκτός στη σχολή και η τράπεζα είχε δεχτεί να του δώσει το φοιτητικό μόνο και μόνο γιατί είχε βάλει ενέχυρο το σπίτι των γονιών του. Ένα σπίτι και μια μερική υποτροφία σε μια τόσο καλή σχολή ήταν αρκετά για τους τραπεζίτες να κάνουν τα στραβά μάτια στο παρελθόν του. Μέλος συμμορίας από τα δέκα του είχε καταδικαστεί μόνο σε τρία χρόνια εξαιτίας του ότι όταν τον συνέλαβαν ήταν δεκαέξι μόνο και πουλούσε απλά ένα παλιό περίστροφο. Δε μπορούσε να του το πει χωρίς να έχει βρει μια λύση, κάθισε σε ένα παγκάκι στο πάρκο να σκεφτεί. Η Ελίνα ξύπνησε όπως κάθε πρωί στις εφτά, δεν είχε καμία σημασία που ήταν εδώ και έξι μήνες άνεργη. Συνέχιζε να διατηρεί το πρόγραμμά του πρωινού ξυπνήματος όλους αυτούς του μήνες εκτός από τις Κυριακές που δεν έβαζε ξυπνητήρι. Ήθελε όταν ξανά έβρισκε δουλειά να μην έχει να περάσει περίοδο προσαρμογής με το ξύπνημα. Πίστευε ότι σύντομα θα της χαμογελούσε η τύχη και θα μπορούσε να βρει μια σταθερή δουλειά. Όλους αυτούς τους μήνες τους είχε περάσει με δουλειές του ποδαριού, άλλοτε μοιράζοντας φυλλάδια, άλλοτε δουλεύοντας σαν σερβιτόρα και γενικά ότι έβρισκε μπροστά της. όπως κάθε πρωί έφτιαξε καφέ, άναψε τσιγάρο και άρχισε να ψάχνει τις αγγελίες στο ιντερνέτ. Δεν βρήκε τίποτα καινούριο πέραν από αυτές που είχε στείλει ήδη βιογραφικά. Άνοιξε την εφημερίδα της προηγούμενης μέρας και άρχισε να ψάχνει για κάποια δουλειά που της είχε ξεφύγει. Όλο τα ίδια και τα ίδια, λυντσάρισες, σερβιτόρες, τηλεφωνήτριες, γυναίκες για γέρους εσώκλειστες, τίποτα που δεν είχε κάνει ως τώρα αυτούς τους μήνες. Χαμένος χρόνος δηλαδή. Δουλειές χωρίς ένσημα, κακοπληρωμένες αν και όταν σε πλήρωναν, ίσα ίσα να σε αποσπάσουν για να μην μπορείς να βρεις μια κανονική δουλειά. μια ιστορία από τον c.f ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ Η Τζέην γύρναγε τις νύχτες στους δρόμους για να μαζέψει κανέναν πελάτη. Μόλις ξημέρωνε γύρναγε σπίτι να κάνει ένα μπάνιο και να πάει στη σχολή της. Εκείνο το πρωινό ο αντικαταστάτης της δεν την πήρε την συνηθισμένη ώρα οπότε συνέχισε να γυρίζει στους δρόμους αναζητώντας πελάτες. Ήταν γύρω στις επτά όταν είδε έναν άντρα να της κάνει νόημα να σταματήσει. Της είπε μια διεύθυνση και σχεδόν την πρόσταξε να κάνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Η Τζέην σταμάτησε μπροστά σε έναν ουρανοξύστη , ο άντρα της έδωσε ένα εικοσαδόλαρο και πετάχτηκε από το ταξί της. τον φώναξε να του δώσει τα ρέστα αλλά εκείνος μπήκε τρέχοντας στο κτήριο. Το τηλέφωνο της Τζέην χτύπησε, ήταν η αλλαγή της βάρδιάς της. έδωσαν ραντεβού στο συνηθισμένο φαστφουντάδικο σε μισή ώρα. Η Τζέην τον περίμενε τελικά άλλη μισή. « μου χρωστάς μια βάρδια» του είπε καθώς του έδινε τα κλειδιά του αμαξιού. Εκείνος την κοίταξε με απορία, τότε μόνο κατάλαβε ότι είχε αργήσει σχεδόν τρεις ώρες στην βάρδια του. Εκείνη δεν είπε τίποτα άλλο και μπήκε στο φαστφουντάδικο που έμενε ανοιχτό εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Παρήγγειλε έναν καφέ και μπήκε τρέχοντας στην τουαλέτα. Ο τελευταίος της πελάτης είχε ξεχάσει τα πορτοφόλι του στο αμάξι φεύγοντας. Το έβγαλε από την τσέπη της και έψαξε για δίπλωμα αυτοκινήτου ή ταυτότητα. Το πορτοφόλι είχε τέσσερα εκατοσταδόλαρα, τα έχωσε στην τσέπη της και πέταξε το πορτοφόλι στα σκουπίδια της τουαλέτας. Πήρε το καφέ στο χέρι , άναψε ένα τσιγάρο βγαίνοντας από το μαγαζί και πήρε τον δρόμο για το σπίτι. Ένα διήγημα από τον C.F. ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΩΤΗ Το ρολόι στο κομοδίνο έδειχνε εννιά τα πρωί. Ο Σον πετάχτηκε από το κρεβάτι που και έτρεξε στο μπάνιο. Θα αργούσε για άλλη μια φορά στο γραφείο και δεν είχε καμία διάθεση να ακούσει την γκρίνια και τις απειλές του προϊσταμένου του. Ετοιμάστηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και βγήκε τρέχοντας από το σπίτι. Τον τελευταίο μήνα είχε αργήσει πέντε φορές στο γραφείο και είχε δεχθεί ήδη τις παρατηρήσεις του τμήματος προσωπικού. Αν και είχε να ξενυχτίσει μήνες του ήταν αδύνατον να σηκωθεί αρκετά νωρίς και τον τελευταίο καιρό δεν άκουγε καν το ξυπνητήρι. Δεν είχε ένα αλλά τρία διαφορετικά για να είναι σίγουρος ότι θα καταφέρει να ξυπνήσει στην ώρα του. Σήμερα δεν είχε ακούσει και πάλι κανένα είχε ξυπνήσει απλά από το φως του ήλιου που έμπαινε από το παράθυρό του. Ήταν πραγματικά περίεργο αυτό που του συνέβαινε γιατί ποτέ δεν είχε καλή σχέση με τον ύπνο. Όχι απλά δεν είχε καλή σχέση αλλά όλοι τον περιέγραφαν σαν υπεράνθρωπο που του αρκούσε μια ώρα ύπνος για να είναι λειτουργικός το επόμενο πρωινό μετά από ένα γερό ξενύχτι ενώ οι υπόλοιποι φίλοι του θα σέρνονταν για μέρες. Τα τελευταία δύο χρόνια όμως αναζητούσε τον ύπνο όλο και περισσότερο. Αρχικά πίστεψε ότι είχε καεί από τα πολλά ξενύχτια και το σώμα του είχε αποφασίσει να αλλάξει ρυθμούς. Δεν μπορούσε να φταίει όμως μόνο αυτό. Στις διακοπές του τις πρώτες μέρες κοιμόταν πάντα αρκετά και μετά την τρίτη ή τέταρτη μέρα επέστρεφε στους παλιούς του ρυθμούς. Όλα όμως άλλαζαν με το που γύρναγε στο γραφείο. Η αλήθεια είναι ότι δεν βαριόταν απλά την δουλειά που έκανε αλλά ένιωθε ότι καθημερινά γινόταν ποιο μαλθακός όχι μόνο στο σώμα αλλά και το μυαλό. Η δουλειά του μπορεί να μην ήταν κάποια από αυτές που επέβαλαν μια επαναλαμβανόμενη ρουτίνα, για αυτό την είχε επιλέξει, αλλά στο πέρασμα του χρόνου είχε γίνει βαρετή μέχρι εκεί που δεν πήγαινε. Τις περισσότερες φορές ήθελε να γράψει στην φόρμα αξιολογήσεως των προτάσεων που του έρχονταν ένα απλό ΜΠΟΥΡΔΕΣ αντ’ αυτού όμως κατέληγε να κάνει τετριμμένες διορθώσεις και παρατηρήσεις για να τις επιστρέψει στο τμήμα σχεδιασμού για να ξαναέρθουν σε αυτόν και είτε να τις επιστρέψει πάλι είτε να τις προωθήσει στο τμήμα υλοποίησης. Οι συνάδελφοι του έκαναν την καθημερινότητά του ακόμα χειρότερη. Κατά βάθος πίστευε ότι τους προσλάμβαναν με κριτήρια ανικανότητας ή ηλιθιότητας. Ήταν αδύνατο να έχουν μαζευτεί όλοι αυτοί στο ίδιο τμήμα με αυτόν τυχαία. Η πιο σοβαρή συζήτηση που μπορούσε να κάνει μαζί τους διαλείμματα δεν ξεπερνούσε στην καλύτερη ένα δήθεν επιστημονικό άρθρο που είχε διαβάσει κάποιος σε ένα από εκείνα τα site πληροφόρησης τάχα που είχαν φτιαχτεί για να μαζεύουν κλίκαρίσματα. Έτσι με τον καιρό είχε καταλήξει να κάθετε μόνος του και απλά να ακούει τις ανοησίες από τα διπλανά τραπέζια κατά την διάρκεια του φαγητού. |
Details
AuthorWrite something about yourself. No need to be fancy, just an overview. ArchivesCategories |