η PAKET VISION παρουσιάζει
LATINO BALKANOS - ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ΛΗΣΤΕΙΑ ΣΤΗ ΒΗΡΥΤΟ
Επεισόδιο 2
Ο Λάμπρος καθόταν μέσα στο αυτοκίνητό του στην κεντρική πλατεία της Βυρηττού.
Ο εξαερισμός του αυτοκινήτου, που είχε νοικιάσει την προηγούμενη μέρα, ήταν χαλασμένος και ο ιδρώτας έλουζε όλο του το σώμα.
Το ράδιο έπαιζε κάτι αράβικο, που έμοιαζε με τσιφτετέλι. Ευτυχώς, το αμάξι είχε και mp3player. Έβγαλε από το σακάκι του το στικάκι, το τοποθέτησε. Τότε άρχισε να ακούγεται το “Ξεσσαλονίκη” από τα Ξύλινα Σπαθιά. Σαν μικρό παιδί άρχισε να κουνάει το κεφάλι του στον ρυθμό, ενώ με τα χέρια του χτυπούσε ρυθμικά το τιμόνι
-Αυτά είναι ρε πούστη μου, φώναξε και δυνάμωσε τη μουσική.
Γυναίκες με φερετζέδες περνούσαν μπροστά από το αμάξι και κοιτούσαν παραξενεμένες τον “ξένο” που χτυπιόταν μέσα χωρίς λόγο.
Σε λίγο ένα δάχτυλο του χτυπούσε την πλάτη.
Ο Λάμπρος γύρισε και κοίταξε έξω από το παράθυρό του έτοιμος για τσαμπουκά, αλλά αμέσως ηρέμησε και χαμογέλασε χαμηλώνοντας την μουσική
-"How can I assist you officer?", ρώτησε με τα βλαχοαγγλικά του
-" Έχεις ιδέα που είσαι;", του απάντησε ο αξύριστος Λιβανέζος αστυνομικός στα ελληνικά.
Ο Λάμπρος έκπληκτος περιεργάστηκε τον αστυνομικό πριν τον ρωτήσει:
-"Ξέρετε ελληνικά";
-"Τέσσερα χρόνια σπούδαζα και διασκέδαζα στην Σαλονίκη. Το κομμάτι που παίζει πόσες φορές το χόρεψα στο Residence!".
-" Άει στο διάολο , πλάκα κάνεις!".
Ο αστυνομικός χαμογέλασε.
-"Εδώ είναι Λίβανος, νά 'σαι πιο εγκρατής".
-" Θά 'μαι, θά 'μαι! Μα καλά, τι σπούδαζες; ".
-" Ιατρική ".
-" Και 'γω ".
-" Τί και 'συ; Σπούδαζες ιατρική; ".
-" Όχι ακριβώς, αλλά κάθε Σάββατο βράδυ πήγαινα στο στέκι της Ιατρικής ".
-" Στις πανκ συναυλίες λες; ".
-" Ναι "
-" Έλα ρε!", απάντησε ο Λιβανέζος, "Και 'γω! ".
-"Καλά και πώς δεν σε ξέρω;"
-"Δεν ξέρω... ωραία χρόνια! Ξέγνοιαστα!"
-"Άσ' τα, πέρασαν και δεν γυρνάν"
Ο αστυνομικός έβγαλε τσιγάρο και κέρασε και τον Λάμπρο.
-"Και τι σ' έφερε στο Λίβανο;"
-" Ήρθα για τουρισμό ".
-" Τυχερός είσαι. Αυτή την εποχή είναι ήρεμα εδώ. Αλλά μπορεί με το παραμικρό να αρχίσουν πάλι οι βομβαρδισμοί."
-"Είναι τόσο άσχημα, ε;"
-"Πολύ φίλε".
-"Και 'συ πως κατάντησες μπάτσος, αφού σπούδαζες γιατρός;"
-"Σπούδαζα; Δεν λες καλύτερα έτρωγα τα λεφτά του πατέρα μου; Ήθελε βέβαια να με κάνει γιατρό σαν και του λόγου του, αλλά κάποια στιγμή κατάλαβε πως απλά του έτρωγα τα λεφτά. Είχε κάποιες άκρες στον κρατικό μηχανισμό και με έχωσε στην αστυνομία ".
-"Κατάλαβα".
-"Εσύ με τι ασχολείσαι;"
-"Εγώ; Επιχειρηματίας .
-"Επιχειρηματίας;", ρώτησε ειρωνικά ο Λιβανέζος, κάνοντας τον Λάμπρο να απαντήσει εξίσου ειρωνικά:
-"Τουλάχιστον για άτομο που άκουγε πανκ δεν έγινα μπάτσος".
-" Έγινες καπιταλιστής όμως," απάντησε παρεξηγημένος ο Λιβανέζος και συμπλήρωσε, "και απ ότι βλέπω έχεις παρκάρει και παράνομα. Πάρε μια κλήση."
Ο εξαερισμός του αυτοκινήτου, που είχε νοικιάσει την προηγούμενη μέρα, ήταν χαλασμένος και ο ιδρώτας έλουζε όλο του το σώμα.
Το ράδιο έπαιζε κάτι αράβικο, που έμοιαζε με τσιφτετέλι. Ευτυχώς, το αμάξι είχε και mp3player. Έβγαλε από το σακάκι του το στικάκι, το τοποθέτησε. Τότε άρχισε να ακούγεται το “Ξεσσαλονίκη” από τα Ξύλινα Σπαθιά. Σαν μικρό παιδί άρχισε να κουνάει το κεφάλι του στον ρυθμό, ενώ με τα χέρια του χτυπούσε ρυθμικά το τιμόνι
-Αυτά είναι ρε πούστη μου, φώναξε και δυνάμωσε τη μουσική.
Γυναίκες με φερετζέδες περνούσαν μπροστά από το αμάξι και κοιτούσαν παραξενεμένες τον “ξένο” που χτυπιόταν μέσα χωρίς λόγο.
Σε λίγο ένα δάχτυλο του χτυπούσε την πλάτη.
Ο Λάμπρος γύρισε και κοίταξε έξω από το παράθυρό του έτοιμος για τσαμπουκά, αλλά αμέσως ηρέμησε και χαμογέλασε χαμηλώνοντας την μουσική
-"How can I assist you officer?", ρώτησε με τα βλαχοαγγλικά του
-" Έχεις ιδέα που είσαι;", του απάντησε ο αξύριστος Λιβανέζος αστυνομικός στα ελληνικά.
Ο Λάμπρος έκπληκτος περιεργάστηκε τον αστυνομικό πριν τον ρωτήσει:
-"Ξέρετε ελληνικά";
-"Τέσσερα χρόνια σπούδαζα και διασκέδαζα στην Σαλονίκη. Το κομμάτι που παίζει πόσες φορές το χόρεψα στο Residence!".
-" Άει στο διάολο , πλάκα κάνεις!".
Ο αστυνομικός χαμογέλασε.
-"Εδώ είναι Λίβανος, νά 'σαι πιο εγκρατής".
-" Θά 'μαι, θά 'μαι! Μα καλά, τι σπούδαζες; ".
-" Ιατρική ".
-" Και 'γω ".
-" Τί και 'συ; Σπούδαζες ιατρική; ".
-" Όχι ακριβώς, αλλά κάθε Σάββατο βράδυ πήγαινα στο στέκι της Ιατρικής ".
-" Στις πανκ συναυλίες λες; ".
-" Ναι "
-" Έλα ρε!", απάντησε ο Λιβανέζος, "Και 'γω! ".
-"Καλά και πώς δεν σε ξέρω;"
-"Δεν ξέρω... ωραία χρόνια! Ξέγνοιαστα!"
-"Άσ' τα, πέρασαν και δεν γυρνάν"
Ο αστυνομικός έβγαλε τσιγάρο και κέρασε και τον Λάμπρο.
-"Και τι σ' έφερε στο Λίβανο;"
-" Ήρθα για τουρισμό ".
-" Τυχερός είσαι. Αυτή την εποχή είναι ήρεμα εδώ. Αλλά μπορεί με το παραμικρό να αρχίσουν πάλι οι βομβαρδισμοί."
-"Είναι τόσο άσχημα, ε;"
-"Πολύ φίλε".
-"Και 'συ πως κατάντησες μπάτσος, αφού σπούδαζες γιατρός;"
-"Σπούδαζα; Δεν λες καλύτερα έτρωγα τα λεφτά του πατέρα μου; Ήθελε βέβαια να με κάνει γιατρό σαν και του λόγου του, αλλά κάποια στιγμή κατάλαβε πως απλά του έτρωγα τα λεφτά. Είχε κάποιες άκρες στον κρατικό μηχανισμό και με έχωσε στην αστυνομία ".
-"Κατάλαβα".
-"Εσύ με τι ασχολείσαι;"
-"Εγώ; Επιχειρηματίας .
-"Επιχειρηματίας;", ρώτησε ειρωνικά ο Λιβανέζος, κάνοντας τον Λάμπρο να απαντήσει εξίσου ειρωνικά:
-"Τουλάχιστον για άτομο που άκουγε πανκ δεν έγινα μπάτσος".
-" Έγινες καπιταλιστής όμως," απάντησε παρεξηγημένος ο Λιβανέζος και συμπλήρωσε, "και απ ότι βλέπω έχεις παρκάρει και παράνομα. Πάρε μια κλήση."
Ο Αχμέτ παρακολουθούσε από το απέναντι πάρκο την σκηνή.
Θεώρησε πως ο Λάμπρος θα ήταν κάποιος ασφαλίτης του Λιβάνου που συνομιλούσε με κάποιον μπάτσο του Λιβάνου. Ξεφύσηξε. Μετά κοίταξε προς το επιβλητικό κτίριο της τράπεζας. Του έμοιαζε τόσο εύκολο να μπουκάρει και να την κλέψει. Ο Λίβανος του έμοιαζε με παράδεισο...
...οι κάμερες των τραπεζών δεν απασχολούσαν τον Λάμπρο αφού μετά την ληστεία θα έφευγε προς το Νότο, όπου ένα ταχύπλοο θα τον παραλάμβανε και θα τον περνούσε στην Κύπρο.
Ο Αχμέτ είχε δυσανασχετήσει με τα μέτρα ασφαλείας των τελευταίων χρόνων στις τράπεζες της Κων/πόλης...
...η μπατσοκρατία που επικρατούσε στην Θεσσαλονίκη είχε κάνει τον Λάμπρο αν συλλάβει την ιδέα της ληστείας στον Λίβανο...
...ο Αχμέτ θεώρησε πως σε μια πόλη που κάθε τρεις και λίγο βρισκόταν σε πόλεμο, η ληστεία μιας τράπεζας θα ήταν πιό εύκολη υπόθεση απ' ότι σε ένα κράτος που οι μηχανισμοί του θεωρούσαν ύστατη πράξη πολέμου την ληστεία αυτή καθ' αυτή.
...έτσι το πήρε απόφαση να κατέβει στον Λίβανο ο Λάμπρος και μάλιστα για να μην κινήσει υποψίες, ταξίδεψε αεροπορικώς μέσω Κων/πόλης...
...ο Αχμέτ επέλεξε να φτάσει στη Βυρηττό μέσω Θεσσαλονίκης, όπου θα είχε το άλλοθι πως επισκέφτηκε την πόλη για να θαυμάσει το σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ.
Ο Λιβανέζος αστυνομικός έδωσε την κλήση στον Λάμπρο και τον διέταξε να φύγει. Αυτός καθώς ξεκινούσε το αμάξι του δεν πρόσεξε και παραλίγο να πατήσει τον Αχμέτ που περνούσε από μπροστά του αφηρημένος. Φρέναρε αλλά ο Τούρκος τρόμαξε.
Ο Λάμπρος, αν και δεν ήξερε Λιβανέζικα, προσποιήθηκε πως τα μιλούσε και του φώναξε ειρωνικά
Ο Αχμέτ θεώρησε πως ο Λάμπρος τον έβριζε στα λιβανέζικα και προσποιήθηκε πως τα μιλάει και του απάντησε πριν συνεχίσει τον δρόμο του.
-"Μαλάκα," ψιθύρισε ο Λάμπρος, "ας μην ήμουν εδώ για δουλειά και θα σε έφτιαχνα καλά"
-"Ας μην είχα την δουλειά με την τράπεζα και θα έτρωγες της χρονιάς σου", ψιθύρισε ο Αχμέτ καθώς συνέχιζε τον δρόμο του.
Ο Γκάσπαρ πλησιάζε μέσα στο καταμεσήμερο το μπαρ στην μέση της ερήμου. Ο ήλιος τον κατάκαιγε ολόκληρο και ο ιδρώτας έτρεχε από όλο του το σώμα. Το σακίδιο στην πλάτη του έμοιαζε τώρα ασήκωτο. Έβγαλε τα γυαλιά ηλίου που φορούσε και διάβασε στα αράβικα την ταμπέλα στο μπαρ που έγραφε με καλλιγραφικά γράμματα “70 ευρώ”
Τρεις μέρες πριν, περνούσε με κάθε μυστικότητα τα σύνορα της πατρίδας του , του Ισραήλ και έμπαινε παράνομα στον Νότιο Λίβανο. Με επιδέξιες κινήσεις που είχε διδαχθεί στον Ισραηλινό στρατό (όπου η θητεία είναι υποχρεωτική, και θα 'λεγε κανείς και συνεχής, για όλους τους πολίτες του κράτους) κατάφερνε να αποφεύγει τις περιπόλους της Χεζμπολάχ, στις οποίας τα χέρια αν έπεφτε, σίγουρα θα δυσκολευόταν να πσιτέψουν πως είναι Ισραηλινός αναρχικός , λιποτάκτης πλέον του στρατού, που κατέφυγε στον Λίβανο με σκοπό να διαφύγει με πλαστό διαβατήριο στην Ευρώπη. Το πιό πιθανό θα ήταν να τον περάσουν για πράκτορα και να του αλλάξουν τον αδόξαστο.
“Έπρεπε να είχα κουρευτεί” , σκέφτηκε καθώς χτένιζε με τα χέρια το μαλλί του προς τα πίσω.
Δυο μέρες πριν φτάσει στο μπάρ “70 ευρώ”, συνάντησε τον Δρούζο πλαστογράφο, στο χωριό πάνω στο βουνό, κάπου στο “πουθενά”. Συζητήσανε να του βγάλει τα απαραίτητα έγγραφα ώστε να μπορέσει να ταξιδέψει από το αεροδρόμιο της Βυρηττού προς κάποια ευρωπαική πρωτεύουσα. Ο πονηρός Δρούζος του ζήτησε τα 4/5 της αμοιβής του ως προκαταβολή. Ο Γκάσπαρ το σκέφτηκε πριν του απαντήσει. Αφού βγήκε έξω στο χωριό και έκανε μια βόλτα καπνίζοντας ένα τσιγάρο , επέστρεψε στο σπίτι του Δρούζου και του είπε πως θα πλήρωνε όλο το ποσό όταν θα έπαιρνε τα έγγραφα στο χέρι. Τότε ξεκίνησε ένα κλασσικό μεσανατολίτικο παζάρι, στο οποίο οι δύο διαπραγματευόμενοι μιλάνε υπερβολικά γρήγορα, αρκετά δυνατά και χρησιμοποιώντας υπερβολικά πολλές λέξεις για να επιχειρηματολογήσουν, συνάμα κουνάνε με νόημα τα χέρια, ενώ και οι μορφασμοί του προσώπου έχουν την ιδιαίτερη σημειολογία τους , προκειμένου να πείσουν ο ένας τον άλλον.
Στο τέλος, ο Γκάσπαρ χρησιμοποίησε το τελευταίο επιχείρημα του:
-"Εδώ στο Λίβανο , πριν χρόνια διεξάγατε έναν εμφύλιο, όπου όλες οι φάρες χτυπήθηκαν μεταξύ τους. Ο ρόλος της δικής σου φάρας ήταν χαρακτηριστικός. Ανά μια μέρα αλλάζατε συμμαχίες. Πώς μπορώ να εμπιστευτώ 3.000 δολλάρια σε έναν Δρούζο, λοιπόν;"
-"Δεν συμμετείχα στον εμφύλιο", απολογήθηκε ο Δρούζος
-"Ακόμη κι αν δεν συμμετείχες, δεν μπορώ να εμπιστευτώ έναν άγνωστο"
-"Αν είμαι όμως αυτό που λες , μπορεί να σε καταδώσω στις αρχές"
Ο Γκασπάρ χαμογέλασε πονηρά και έσκυψε πάνω από το κεφάλι του Δρούζου με τα τσουλούφια του να πέφτουν στο μέτωπο του
-"Αν με καταδώσεις τότε θα χάσεις σίγουρα τα 3.000 δολλάρια. Αν δεν συμφωνήσουμε με τους όρους που θέλω, πάλι θα χάσεις τα 3 χιλιάρικα. Αν αυτή την στιγμή θεωρείς περιττή πολυτέλεια να κερδίσεις 3.000, τότε θα έχεις και την πολυτέλεια να μην συμφωνήσουμε και να συνεχιστεί η ταλαιπωρία μου στις ερημιές του Λιβάνου, μέχρι να βρω κάποιον καλό πλαστογράφο.
-”70ευρώ”, του απάντησε ο Δρούζος
-" Έριξες τόσο την τιμή;"
-" ”70ευρώ “ λένε το μπαρ στα σύνορα Λιβάνου και Συρίας. Για την ακρίβεια κανείς δεν ξέρει που ανήκει το συγκεκριμένο κομμάτι περιοχής και κανείς δεν νοιάστηκε ποτέ. Ραντεβού εκεί, σε δυο μέρες, να πάρεις τα χαρτιά σου και να μου δώσεις την αμοιβή μου."
-"Γιατί να μην έρθω εδώ; Ή γιατί να μην μείνω στο χωριό; Είναι ωραία εδώ;"
-"Μήπως θες και να πολιτογραφηθείς Δρούζος και να σε παντρέψουμε;"
Ο Γκάσπαρ κατάλαβε πως η κουβέντα δεν οδηγούσε πουθενά. Σηκώθηκε και πλησιάσε τον σάκο του. Ο Δρούζος άναψε τον ναργιλέ του. Ο Γκάσπαρ έφερε ένα τσιγάρο στο στόμα του και πήγε να το ανάψει
-" Όχι τσιγάρο εδώ, απαγορεύεται", είπε ο Δρούζος αφού φύσηξε ένα ντουμάνι από τον ναργιλέ του.
Ο Γκάσπαρ χαμογέλασε με την ειρωνεία και την παράνοια που ζούσε. Χαιρέτησε και πήγε να βγει από το σπίτι. Ο Δρούζος του φώναξε:
-"Αδερφέ; Αν ήθελα να στην φέρω, θα μπορούσα να είχα βάλει χωριανούς μου να σε φάνε και να μοιραστούμε τα λεφτά σου χωρίς να στραβωθώ με μελάνια και χαρτιά για να σου φτιάξω τα έγγραφα".
Σκεφτόταν αυτή την σουρεάλ επίσκεψη του στα βουνά Σουφ νοτίως της Βυρηττού, στις περιοχές όπου ζουν οι Δρούζοι του Λιβάνου, καθώς έμπαινε στο εσωτερικό του μπαρ.
Μια ψηλή καλλίγραμμη Αρμένισσα με αδαμιαία σχεδόν περιβολή κατέβαζε τις καρέκλες από τα τραπέζια, στο πάτωμα. Το βλέμμα του κόλλησε στην σχεδόν ανύπαρκτη χρυσαφί μίνι φούστα της, στα ψηλά τακόυνια της και στο επίσης χρυσαφί και σχεδόν ανύπαρκτο μπουστάκι της.\
-"Και σε σένα καλημέρα", του είπε η κοπέλα χωρίς να τον κοιτάξει καθώς συνέχιζε την δουλειά της.
-"Μάλλον ήρθα νωρίς", μονολόγησε ο Γκάσπαρ, "έχω ραντεβού εδώ το βράδυ με έναν φίκλο μου. Θα κάνω μια βόλτα και θα ξανάρθω εκείνη την ώρα".
Η κοπέλα άφησε την δουλειά της. Γύρισε τον κοίταξε. Του χαμογέλασε και τον πλησίασε.
-"Θα κάνεις μια βόλτα και θα ξανάρθεις;"
ο Γκάσπαρ κούνησε το κεφάλι του πριν απαντήσει:
-"Ναι, να μην ενοχλώ κιόλας"
-"Είσαι σίγουρος πως ξέρεις που βρίσκεσαι;"
-"Στην έρημο; Στα σύνορα Συρίας – Λιβάνου;"
-"Και σίγουρα γνωρίζεις τι συμβαίνει εδώ;"
-"Τι συμβαίνει;"
-"Για δεκαετίες αυτή η περιοχή δεν ενδιέφερε κανένα. Σκέψου ότι κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς σε ποιό από τα δύο κράτη ανήκει. Και μέχρι τις μέρες μας δεν είχε σημασία. Δεν είναι πέρασμα λαθρέμπορων, δεν βγάζει κάτι η γη εδώ, πετρέλαιο για παράδειγμα και δεν ενδιέφερε κάνεναν".
-"Τώρα τι άλλαξε;"
-"Τώρα; Το Ισλαμικό κράτος και η ομάδα του Μπιν Λάντεν στην Συρία, η Αλ Νούσρα, πολεμάνε το καθεστώς Άσαντ, το καθεστώς τά 'χει βρει σκούρα και ζήτησε τη βοήθεια της Χεζμπολαχ, η οποία μπαίνει στην Συρία και κυνηγάει τους τζιχαντιστές. Τζιχαντιστές όμως έχει και εντός του Λιβάνου, που χτυπάνε τον Λιβανέζικο στρατό στα σύνορα, ο οποίος με τη σειρά του απαντά και πού και πού, σκάει και η Συριακή αεροπορία που βομβαρδίζει τους Τζιχαντιστές εντός Συρίας και Λιβάνου. Και μέσα σ' αυτή την αναμπουμπούλα, οι μάχες και τα κυνηγητά φτάνουν ως εδώ".
-"Και πώς και δεν έχουν διαλύσει ακόμα αυτό το μέρος;"
Η πανέμορφη Αρμένισσα χαμογέλασε.
-"Αυτό είναι μια άλλη ιστορία", του είπε και μπήκε στο μπαρ έπιασε ένα μπουκάλι ουίσκι και τον ρώτησε, "Πίνεις ε;"
-"Αν έχεις και πάγο;"
Η Αρμένισσα χαμογέλασε και του έδειξε μια μικρή πορτούλα στο βάθος του μαγαζιού.
-" Έχω στο δωμάτιο μου. Από εκεί είναι"
Τρεις μέρες πριν, περνούσε με κάθε μυστικότητα τα σύνορα της πατρίδας του , του Ισραήλ και έμπαινε παράνομα στον Νότιο Λίβανο. Με επιδέξιες κινήσεις που είχε διδαχθεί στον Ισραηλινό στρατό (όπου η θητεία είναι υποχρεωτική, και θα 'λεγε κανείς και συνεχής, για όλους τους πολίτες του κράτους) κατάφερνε να αποφεύγει τις περιπόλους της Χεζμπολάχ, στις οποίας τα χέρια αν έπεφτε, σίγουρα θα δυσκολευόταν να πσιτέψουν πως είναι Ισραηλινός αναρχικός , λιποτάκτης πλέον του στρατού, που κατέφυγε στον Λίβανο με σκοπό να διαφύγει με πλαστό διαβατήριο στην Ευρώπη. Το πιό πιθανό θα ήταν να τον περάσουν για πράκτορα και να του αλλάξουν τον αδόξαστο.
“Έπρεπε να είχα κουρευτεί” , σκέφτηκε καθώς χτένιζε με τα χέρια το μαλλί του προς τα πίσω.
Δυο μέρες πριν φτάσει στο μπάρ “70 ευρώ”, συνάντησε τον Δρούζο πλαστογράφο, στο χωριό πάνω στο βουνό, κάπου στο “πουθενά”. Συζητήσανε να του βγάλει τα απαραίτητα έγγραφα ώστε να μπορέσει να ταξιδέψει από το αεροδρόμιο της Βυρηττού προς κάποια ευρωπαική πρωτεύουσα. Ο πονηρός Δρούζος του ζήτησε τα 4/5 της αμοιβής του ως προκαταβολή. Ο Γκάσπαρ το σκέφτηκε πριν του απαντήσει. Αφού βγήκε έξω στο χωριό και έκανε μια βόλτα καπνίζοντας ένα τσιγάρο , επέστρεψε στο σπίτι του Δρούζου και του είπε πως θα πλήρωνε όλο το ποσό όταν θα έπαιρνε τα έγγραφα στο χέρι. Τότε ξεκίνησε ένα κλασσικό μεσανατολίτικο παζάρι, στο οποίο οι δύο διαπραγματευόμενοι μιλάνε υπερβολικά γρήγορα, αρκετά δυνατά και χρησιμοποιώντας υπερβολικά πολλές λέξεις για να επιχειρηματολογήσουν, συνάμα κουνάνε με νόημα τα χέρια, ενώ και οι μορφασμοί του προσώπου έχουν την ιδιαίτερη σημειολογία τους , προκειμένου να πείσουν ο ένας τον άλλον.
Στο τέλος, ο Γκάσπαρ χρησιμοποίησε το τελευταίο επιχείρημα του:
-"Εδώ στο Λίβανο , πριν χρόνια διεξάγατε έναν εμφύλιο, όπου όλες οι φάρες χτυπήθηκαν μεταξύ τους. Ο ρόλος της δικής σου φάρας ήταν χαρακτηριστικός. Ανά μια μέρα αλλάζατε συμμαχίες. Πώς μπορώ να εμπιστευτώ 3.000 δολλάρια σε έναν Δρούζο, λοιπόν;"
-"Δεν συμμετείχα στον εμφύλιο", απολογήθηκε ο Δρούζος
-"Ακόμη κι αν δεν συμμετείχες, δεν μπορώ να εμπιστευτώ έναν άγνωστο"
-"Αν είμαι όμως αυτό που λες , μπορεί να σε καταδώσω στις αρχές"
Ο Γκασπάρ χαμογέλασε πονηρά και έσκυψε πάνω από το κεφάλι του Δρούζου με τα τσουλούφια του να πέφτουν στο μέτωπο του
-"Αν με καταδώσεις τότε θα χάσεις σίγουρα τα 3.000 δολλάρια. Αν δεν συμφωνήσουμε με τους όρους που θέλω, πάλι θα χάσεις τα 3 χιλιάρικα. Αν αυτή την στιγμή θεωρείς περιττή πολυτέλεια να κερδίσεις 3.000, τότε θα έχεις και την πολυτέλεια να μην συμφωνήσουμε και να συνεχιστεί η ταλαιπωρία μου στις ερημιές του Λιβάνου, μέχρι να βρω κάποιον καλό πλαστογράφο.
-”70ευρώ”, του απάντησε ο Δρούζος
-" Έριξες τόσο την τιμή;"
-" ”70ευρώ “ λένε το μπαρ στα σύνορα Λιβάνου και Συρίας. Για την ακρίβεια κανείς δεν ξέρει που ανήκει το συγκεκριμένο κομμάτι περιοχής και κανείς δεν νοιάστηκε ποτέ. Ραντεβού εκεί, σε δυο μέρες, να πάρεις τα χαρτιά σου και να μου δώσεις την αμοιβή μου."
-"Γιατί να μην έρθω εδώ; Ή γιατί να μην μείνω στο χωριό; Είναι ωραία εδώ;"
-"Μήπως θες και να πολιτογραφηθείς Δρούζος και να σε παντρέψουμε;"
Ο Γκάσπαρ κατάλαβε πως η κουβέντα δεν οδηγούσε πουθενά. Σηκώθηκε και πλησιάσε τον σάκο του. Ο Δρούζος άναψε τον ναργιλέ του. Ο Γκάσπαρ έφερε ένα τσιγάρο στο στόμα του και πήγε να το ανάψει
-" Όχι τσιγάρο εδώ, απαγορεύεται", είπε ο Δρούζος αφού φύσηξε ένα ντουμάνι από τον ναργιλέ του.
Ο Γκάσπαρ χαμογέλασε με την ειρωνεία και την παράνοια που ζούσε. Χαιρέτησε και πήγε να βγει από το σπίτι. Ο Δρούζος του φώναξε:
-"Αδερφέ; Αν ήθελα να στην φέρω, θα μπορούσα να είχα βάλει χωριανούς μου να σε φάνε και να μοιραστούμε τα λεφτά σου χωρίς να στραβωθώ με μελάνια και χαρτιά για να σου φτιάξω τα έγγραφα".
Σκεφτόταν αυτή την σουρεάλ επίσκεψη του στα βουνά Σουφ νοτίως της Βυρηττού, στις περιοχές όπου ζουν οι Δρούζοι του Λιβάνου, καθώς έμπαινε στο εσωτερικό του μπαρ.
Μια ψηλή καλλίγραμμη Αρμένισσα με αδαμιαία σχεδόν περιβολή κατέβαζε τις καρέκλες από τα τραπέζια, στο πάτωμα. Το βλέμμα του κόλλησε στην σχεδόν ανύπαρκτη χρυσαφί μίνι φούστα της, στα ψηλά τακόυνια της και στο επίσης χρυσαφί και σχεδόν ανύπαρκτο μπουστάκι της.\
-"Και σε σένα καλημέρα", του είπε η κοπέλα χωρίς να τον κοιτάξει καθώς συνέχιζε την δουλειά της.
-"Μάλλον ήρθα νωρίς", μονολόγησε ο Γκάσπαρ, "έχω ραντεβού εδώ το βράδυ με έναν φίκλο μου. Θα κάνω μια βόλτα και θα ξανάρθω εκείνη την ώρα".
Η κοπέλα άφησε την δουλειά της. Γύρισε τον κοίταξε. Του χαμογέλασε και τον πλησίασε.
-"Θα κάνεις μια βόλτα και θα ξανάρθεις;"
ο Γκάσπαρ κούνησε το κεφάλι του πριν απαντήσει:
-"Ναι, να μην ενοχλώ κιόλας"
-"Είσαι σίγουρος πως ξέρεις που βρίσκεσαι;"
-"Στην έρημο; Στα σύνορα Συρίας – Λιβάνου;"
-"Και σίγουρα γνωρίζεις τι συμβαίνει εδώ;"
-"Τι συμβαίνει;"
-"Για δεκαετίες αυτή η περιοχή δεν ενδιέφερε κανένα. Σκέψου ότι κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς σε ποιό από τα δύο κράτη ανήκει. Και μέχρι τις μέρες μας δεν είχε σημασία. Δεν είναι πέρασμα λαθρέμπορων, δεν βγάζει κάτι η γη εδώ, πετρέλαιο για παράδειγμα και δεν ενδιέφερε κάνεναν".
-"Τώρα τι άλλαξε;"
-"Τώρα; Το Ισλαμικό κράτος και η ομάδα του Μπιν Λάντεν στην Συρία, η Αλ Νούσρα, πολεμάνε το καθεστώς Άσαντ, το καθεστώς τά 'χει βρει σκούρα και ζήτησε τη βοήθεια της Χεζμπολαχ, η οποία μπαίνει στην Συρία και κυνηγάει τους τζιχαντιστές. Τζιχαντιστές όμως έχει και εντός του Λιβάνου, που χτυπάνε τον Λιβανέζικο στρατό στα σύνορα, ο οποίος με τη σειρά του απαντά και πού και πού, σκάει και η Συριακή αεροπορία που βομβαρδίζει τους Τζιχαντιστές εντός Συρίας και Λιβάνου. Και μέσα σ' αυτή την αναμπουμπούλα, οι μάχες και τα κυνηγητά φτάνουν ως εδώ".
-"Και πώς και δεν έχουν διαλύσει ακόμα αυτό το μέρος;"
Η πανέμορφη Αρμένισσα χαμογέλασε.
-"Αυτό είναι μια άλλη ιστορία", του είπε και μπήκε στο μπαρ έπιασε ένα μπουκάλι ουίσκι και τον ρώτησε, "Πίνεις ε;"
-"Αν έχεις και πάγο;"
Η Αρμένισσα χαμογέλασε και του έδειξε μια μικρή πορτούλα στο βάθος του μαγαζιού.
-" Έχω στο δωμάτιο μου. Από εκεί είναι"
β urneshas ΑΛΒΑΝΙΑ
Η Μπέσα καθόταν μόνη στο καμαρίνι της πριν βγει για το νούμερο της στο μπαρ “70 ευρώ”. Καθώς βαφόταν στον καθρέφτη, θυμήθηκε την πατρίδα της και το χωριό της στη Βόρεια Αλβανία.
Πριν 10 χρόνια, η βεντέτα που είχε ξεσπάσει στο χωριό ξεκλήρισε την οικογένεια της. Ο πατέρας της χάθηκε και έμεινε μόνη με τα δυο μικρότερα αδέλφια της. Σήμερα δεν ήξερε τί απέγιναν.
Σύμφωνα με το έθιμο της περιοχής, όλη τους η περιουσία θα πέρναγε σε ξένα χέρια, μιας και στην οικογένεια δεν υπήρχε πια άντρας, παρά μια 19χρόνη, μια 10χρόνη και ένας 11χρόνος.
Το έθιμο κρατούσε από τον 15ο αιώνα, καθρέφτης ενός άκρως πατριαρχικού κόσμου και των νόμων του. Μόνο που το έθιμο είχε προβλέψει πως αν η μεγαλύτερη γυναίκα της οικογένειας αποφάσιζε να ζήσει σαν άντρας, τότε έχαιρε της προστασίας του χωριού η ίδια, τα εναπομείναντα μέλη της οικογένειας της, αλλά και η περιουσία τους. Αν κάποια στιγμή όμως, αποφάσιζε να ξαναζήσει ως γυναίκα, τότε υπήρχε τιμωρία και αυτή ήταν ο θάνατος.
Για δύο χρόνια, όπως απαιτούσε το έθιμο, η Μπέσα κούρευε το μαλλί της κοντό, ντυνόταν σαν άντρας και είχε βγάλει απ' το μυαλό της την ιδέα να κάνει δική της οικογένεια, με κάποιον που κάποτε ίσως ερωτευόταν και παντρευόταν.
Τον δεύτερο χρόνο, κάθε χάραμα που κινούσε να πάει στα χωράφια των γονιών της για να τα δουλέψει, έβλεπε εκείνους τους τρεις ανθρώπους με τα κοστούμια, να την περιμένουν εκεί αμίλητοι. Ήταν φανερό πως ήταν από τα Τίρανα και ήταν ακόμη πιο φανερό πως κάτι ήθελαν. Αποφάσισε να τους μιλήσει. Αυτοί την ενημέρωσαν πως θα διανοιγόταν έναν νέος δρόμος, αλλά το χωράφι της ήταν εμπόδιο και ενώ από την μιά δεν μπορούσαν να το απαλλοτριώσουν αποζημιώνοντας την, από την άλλη δεν μπορούσαν να βρουν κάποιο άλλο σημείο για να γίνει η διάνοιξη.
-"Και τι προτείνετε;" τους ρώτησε.
Ο πιο τολμηρός από τους τρεις πήρε τον λόγο
-"Η μόνη λύση θα 'ναι να κάνετε δωρεά στο κράτος ένα κομμάτι από τον κλήρο σας, ώστε να διανοιχτεί ο νέος δρόμος".
-"Να χάσω κομμάτι απ' τη σοδειά μου για να κάνει το κράτος την δουλειά του;"
-"Ναι. Αρχικά τουλάχιστον. Φαινομενικά χάνεις έσοδα από την γη σου , αλλά όταν ανοίξει ο δρόμος, από δω θα πηγαινοέρχονται όλη μέρα εκατοντάδες αυτοκίνητα. Θα μπορείς σε ένα κομμάτι από τη γη που θα σου μείνει, ν' ανοίξεις βενζινάδικο, οπότε, πίστεψε με, τα έσοδα σου θα είναι πολύ μεγαλύτερα από αυτά που σου προσφέρει τώρα η γη"
-"Σκεφτείτε το", συμπλήρωσε ο δεύτερος της παρέας, "δεν είναι άσχημη ιδέα και θα σας λύσει πολλά από τα οικονομικά σας προβλήματα"
-"Μπορώ να το σκεφτώ πριν σας απαντήσω;" ρώτησε η Μπέσα
-"Βεβαίως".
Κοντοστάθηκε λίγο πριν τους πει:
-"Το σκέφτηκα. Δεν θέλω". Μετά πλησίασε το κάρο και τράβηξε με το χέρι της κάτω από την καρότσα την καραμπίνα που έκρυβε. Τους σημάδεψε και έριξε δυο φορές στα πόδια τους. "Και τώρα φύγετε και μην σας ξαναδώ μπροστά μου χαραμοφάηδες, γιατί εμείς εδώ δουλεύουμε για να ζήσουμε"
Λίγο αργότερα οι τρεις τοπογράφοι παράγγελναν τον καφέ τους στο καφενείο του χωριού και συζητούσαν το θέμα. Στο διπλανό τραπέζι καθόταν ο Άριαν, ο άνθρωπος που πριν λίγα χρόνια είχε ξεκινήσει την βεντέτα με τον πατέρα της Μπέσα
-"Σε 5 λεπτά βγαίνεις", φώναξε η Αρμένισα στην Μπέσα, διακόπτοντας τις σκέψεις της.
Η Αλβανίδα γύρισε και την κοίταξε. Της χαμογέλασε. Η Αρμένισα την πλησίασε και την κοίταξε με τα μεγάλα μάτια της, τα οποία θαρρείς μονίμως πετούσαν φλόγες
-"Τί έχεις μωρό μου εσύ;" την ρώτησε
-"Καλά είμαι, σ' ευχαριστώ", της είπε η Μπέσα και πιάσανε η μια το χέρι της άλλης και το σφίξανε.
-"Το ξέρω γιαβρί μου πως δεν είσαι καλά. Θυμήθηκες τα παλιά πάλι ε;" την ρώτησε η Αρμένισα και χωρίς να περιμένει απάντηση συνέχισε," Καλά κάνεις ψυχή μου , όλες εδώ μέσα έχουμε μια ιστορία και δεν πρέπει να την ξεχάσουμε. Ποτέ! Δεν ξέρω πού θα πάμε, αλλά ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε από που ερχόμαστε", της είπε και την φίλησε στο κεφάλι πριν φύγει.
Η Μπέσα κοίταξε στον καθρέφτη.
Ένας νεαρός, της είχε πει πως ήταν από το Αργυρόκαστρο, περιφερόταν στις ερημιές του Βορρά της Αλβανίας. Είχε έρθει για κυνήγι και χάλασε το αμάξι του. Τον πήρε με το κάρο και τον πήγε μέχρι το χωριό. Τον άφησε στο καφενείο. Την επόμενη μέρα ο γοητευτικός νεαρός εμφανίστηκε στο χωράφι με το αυτοκίνητο του.
-"Το έφτιαξα", της φώναξε, ενώ εκείνη δούλευε
-"Και γιατί δεν τραβάς κατά το Νότο αφού το έφτιαξες;", του απάντησε αυτή ενώ δούλευε , χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει.
-"Είπα να σε ευχαριστήσω πριν φύγω".
-"Δεν χρειάζεται. Να σαι καλά!"
ο νεαρός γέλασε
-"Καλά τόση ώρα που μιλάμε βλέπω μόνο τον κώλο σου. Είναι σαν να χει στόμα και να μου απαντάει"
Η Μπέσα σηκώθηκε όρθια και τον κοίταξε έτοιμη να τον βρίσει, αλλά δεν άντεξε και γέλασε.
Ο νεαρός απο το Νότο την πλησίασε μέσα στο χωράφι. Έφερε τα χέρια του στα μάγουλα της και την κοίταξε μέσα στα μάτια. Αυτή ένιωσε το κορμί της να τρέμει μην μπορώντας να ελέγξει ένα πρωτόγνωρο αίσθημα.
-"Είσαι πολύ όμορφη. Στο χωριό μου είπαν γιατί πρέπει να μείνεις για πάντα παρθένα και να ζήσεις σαν άντρας, αλλά εγώ το θεωρώ άδικο".
-"Είναι το σωστό".
-"Το σωστό είναι να μπορούν να ζουν οι άνθρωποι όπως θέλουν και όχι όπως τους επιβάλλουν οι νόμοι του 15ου αιώνα".
-"Μιλάς σαν να ζεις στον 21ο αιώνα".
-"Μα ζω στον 21ο αιώνα. Κι εσύ το ίδιο".
-"Το χωριό όμως δεν ζει στον ίδιο αιώνα".
Ο νεαρός από τον Νότο την φίλησε. Το μυαλό της θέλησε να αντισταθεί, αλλά το σώμα της αφέθηκε. Την ίδια στιγμή τα κορμιά τους γίνανε ένα μέσα στο χωράφι.
Ο Άριαν στεκόταν σε έναν λοφίσκο μαζί με έναν Ιταλό φωτογράφο, που αποθανάτιζε τους δύο νέους στο χωράφι.
-"Μου κόστισες μια περιουσία μπάσταρδε Ιταλιάνε", του είπε
-"Ως το απόγευμα θα έχεις αυτό που ζήτησες", του είπε γελώντας ο φωτογράφος...
...
-"Σε ένα λεπτό βγαίνεις Μπέσα!", ακούστηκε η φωνή της Αρμένισσας.
-" Έτοιμη είμαι!", απάντησε, φωνάζοντας επίσης, η Αλβανίδα.
...το βράδυ σέρβιρε σούπα στα δυο μικρά της αδέρφια. Έξω από το σπίτι ακούστηκαν φωνές. Το σκοτάδι της νυχτιάς έσπαγαν οι αναμμένες δάδες των χωριανών, που είχαν κυκλώσει το σπίτι.
-"Βγες έξω πουτάνα", ούρλιαξε ένας συγγενής του Άριαν, ο οποίος περισσότερο έμοιαζε με κακέκτυπο αμερικάνου χιπ χόπερ, παρά με χωριάτη της Βόρειας Αλβανίας που νοιαζόταν για την διατήρηση των παραδόσεων.
Η Μπέσα τρομοκρατήθηκε. Πήρε την καραμπίνα της και βγήκε στο μικρό μπαλκονάκι του σπιτιού της.
-"Τι συμβαίνει;" ρώτησε έχοντας στραμμένο το όπλο προς το πλήθος, που ήταν επίσης αρματωμένο.
Ο χιπ χοπάς σήκωσε μια φωτογραφία και την φώτισε με την δάδα του, φανερώνοντας την Μπέσα με τον νεαρό από τον Νότο να κάνουν έρωτα γυμνοί στο χωράφι
-"Ξέρεις ποια είναι η τιμωρία;" ρώτησε χαιρέκακα ο χιπ χοπάς και οι υπόλοιποι χωριανοί άρχισαν να ουρλιάζουν.
Η Μπέσα τά 'χασε. Δεν ήταν δυνατόν. Πώς το 'ξέραν; πώς; πώς; πώς; χιλιάδες πώς; εμφανίστηκαν ερωτηματικά μέσα στο κεφάλι της.
Οι αναμένες δάδες άρχισαν να πέφτουν προς το μέρος του σπιτιού.
Σχεδόν μηχανικά η Μπέσα πάτησε την σκανδάλη. Η πρώτη σφαίρα βρήκε μια αθώα, άκακη γυναικούλα που απλώς ήθελε να αποδοθεί η δικαιοσύνη μιας αρχέγονης παράδοσης. Μετά ξαναπάτησε την σκανδάλη και μετά ξανά και ξανά.
Οι πυροβολισμοί ανταπόδωθηκαν και από την πλευρά των εξαγριωμένων συγχωριανών της. Οπισθοχώρησε και μπήκε μέσα στο σπίτι, το οποίο είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Φώναζε και έψαχνε τα αδέρφια της αλλά δεν τα έβλεπε πουθενά.
Πανικός , οργή , παραίτηση, αποδοχή και άρνηση του άγραφου νόμου είχαν πλημμυρίσει το μυαλό της. Οι χωριανοί κοιτούσαν τα τρία πτώματα που είχε αφήσει πίσω της και άρχισαν οργισμένοι να πυροβολούν προς το φλεγόμενο σπίτι...
...το πρωί δεν ήξερε πώς ξύπνησε μέσα σε ένα ουκρανικό σαπιοκάραβο. Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν το πρόσωπο μιας πανέμορφης μελαχρινής γυναίκας ντυμένης με στολή δύτη.
-"Είσαι ασφαλής", της είπε η Μυρίνα.
-"Τ' αδέρφια μου, τα αδέρφια μου", μονολόγησε η Μπέσα.
-"Κοίταξε με, δεν μπορώ να σου πω πολλά τώρα, σε έχουν πάρει δουλέμποροι. Θα σε πουλήσουν σε κάποιον επιχειρηματία στον Λίβανο. Θα περάσεις πολλά ακόμα. Πρέπει να περάσεις πολλά ακόμα, αλλά εμπιστεύσου με. Στο τέλος θα πρέπει να βυθιστείς στις φλόγες της κόλασης. Να παίξεις και να κερδίσεις τους Άρχοντες. Δεν έχουμε χρόνο. Αν με βρουν εδώ οι δουλέμποροι, θα καταδικαστείς να είσαι για πάντα σκλάβα. Μείνε δυνατή κοπέλα μου!"
-"Δεν είμαι κοπέλα"
-"Είσαι πλέον"
-"Εσύ ποια είσαι";
-"Αυτή που θα σε βοηθήσει να απελευθερωθείς από τα δεσμά αυτού του κόσμου, από τις αλυσίδες των αρχόντων. Θα περάσουν χρόνια, αλλά πρέπει να θυμάσαι τα λόγια μου κάθε μέρα και ειδικά την μέρα που θα ανοίξουν οι πύλες για να βουτηχτείς στις φλόγες της Κόλασης. Ειδικά εκείνη τη μέρα, η πίστη στην ελευθερία θα σε βοηθήσει να κερδίσεις".
-"Πότε θά 'ναι αυτή η μέρα;"
-"Θα το καταλάβεις. Μην ψάχνεις για εκδίκηση. Θά 'ναι η μέρα που θα έρθει η εκδίκηση να σε βρει".
Πριν 10 χρόνια, η βεντέτα που είχε ξεσπάσει στο χωριό ξεκλήρισε την οικογένεια της. Ο πατέρας της χάθηκε και έμεινε μόνη με τα δυο μικρότερα αδέλφια της. Σήμερα δεν ήξερε τί απέγιναν.
Σύμφωνα με το έθιμο της περιοχής, όλη τους η περιουσία θα πέρναγε σε ξένα χέρια, μιας και στην οικογένεια δεν υπήρχε πια άντρας, παρά μια 19χρόνη, μια 10χρόνη και ένας 11χρόνος.
Το έθιμο κρατούσε από τον 15ο αιώνα, καθρέφτης ενός άκρως πατριαρχικού κόσμου και των νόμων του. Μόνο που το έθιμο είχε προβλέψει πως αν η μεγαλύτερη γυναίκα της οικογένειας αποφάσιζε να ζήσει σαν άντρας, τότε έχαιρε της προστασίας του χωριού η ίδια, τα εναπομείναντα μέλη της οικογένειας της, αλλά και η περιουσία τους. Αν κάποια στιγμή όμως, αποφάσιζε να ξαναζήσει ως γυναίκα, τότε υπήρχε τιμωρία και αυτή ήταν ο θάνατος.
Για δύο χρόνια, όπως απαιτούσε το έθιμο, η Μπέσα κούρευε το μαλλί της κοντό, ντυνόταν σαν άντρας και είχε βγάλει απ' το μυαλό της την ιδέα να κάνει δική της οικογένεια, με κάποιον που κάποτε ίσως ερωτευόταν και παντρευόταν.
Τον δεύτερο χρόνο, κάθε χάραμα που κινούσε να πάει στα χωράφια των γονιών της για να τα δουλέψει, έβλεπε εκείνους τους τρεις ανθρώπους με τα κοστούμια, να την περιμένουν εκεί αμίλητοι. Ήταν φανερό πως ήταν από τα Τίρανα και ήταν ακόμη πιο φανερό πως κάτι ήθελαν. Αποφάσισε να τους μιλήσει. Αυτοί την ενημέρωσαν πως θα διανοιγόταν έναν νέος δρόμος, αλλά το χωράφι της ήταν εμπόδιο και ενώ από την μιά δεν μπορούσαν να το απαλλοτριώσουν αποζημιώνοντας την, από την άλλη δεν μπορούσαν να βρουν κάποιο άλλο σημείο για να γίνει η διάνοιξη.
-"Και τι προτείνετε;" τους ρώτησε.
Ο πιο τολμηρός από τους τρεις πήρε τον λόγο
-"Η μόνη λύση θα 'ναι να κάνετε δωρεά στο κράτος ένα κομμάτι από τον κλήρο σας, ώστε να διανοιχτεί ο νέος δρόμος".
-"Να χάσω κομμάτι απ' τη σοδειά μου για να κάνει το κράτος την δουλειά του;"
-"Ναι. Αρχικά τουλάχιστον. Φαινομενικά χάνεις έσοδα από την γη σου , αλλά όταν ανοίξει ο δρόμος, από δω θα πηγαινοέρχονται όλη μέρα εκατοντάδες αυτοκίνητα. Θα μπορείς σε ένα κομμάτι από τη γη που θα σου μείνει, ν' ανοίξεις βενζινάδικο, οπότε, πίστεψε με, τα έσοδα σου θα είναι πολύ μεγαλύτερα από αυτά που σου προσφέρει τώρα η γη"
-"Σκεφτείτε το", συμπλήρωσε ο δεύτερος της παρέας, "δεν είναι άσχημη ιδέα και θα σας λύσει πολλά από τα οικονομικά σας προβλήματα"
-"Μπορώ να το σκεφτώ πριν σας απαντήσω;" ρώτησε η Μπέσα
-"Βεβαίως".
Κοντοστάθηκε λίγο πριν τους πει:
-"Το σκέφτηκα. Δεν θέλω". Μετά πλησίασε το κάρο και τράβηξε με το χέρι της κάτω από την καρότσα την καραμπίνα που έκρυβε. Τους σημάδεψε και έριξε δυο φορές στα πόδια τους. "Και τώρα φύγετε και μην σας ξαναδώ μπροστά μου χαραμοφάηδες, γιατί εμείς εδώ δουλεύουμε για να ζήσουμε"
Λίγο αργότερα οι τρεις τοπογράφοι παράγγελναν τον καφέ τους στο καφενείο του χωριού και συζητούσαν το θέμα. Στο διπλανό τραπέζι καθόταν ο Άριαν, ο άνθρωπος που πριν λίγα χρόνια είχε ξεκινήσει την βεντέτα με τον πατέρα της Μπέσα
-"Σε 5 λεπτά βγαίνεις", φώναξε η Αρμένισα στην Μπέσα, διακόπτοντας τις σκέψεις της.
Η Αλβανίδα γύρισε και την κοίταξε. Της χαμογέλασε. Η Αρμένισα την πλησίασε και την κοίταξε με τα μεγάλα μάτια της, τα οποία θαρρείς μονίμως πετούσαν φλόγες
-"Τί έχεις μωρό μου εσύ;" την ρώτησε
-"Καλά είμαι, σ' ευχαριστώ", της είπε η Μπέσα και πιάσανε η μια το χέρι της άλλης και το σφίξανε.
-"Το ξέρω γιαβρί μου πως δεν είσαι καλά. Θυμήθηκες τα παλιά πάλι ε;" την ρώτησε η Αρμένισα και χωρίς να περιμένει απάντηση συνέχισε," Καλά κάνεις ψυχή μου , όλες εδώ μέσα έχουμε μια ιστορία και δεν πρέπει να την ξεχάσουμε. Ποτέ! Δεν ξέρω πού θα πάμε, αλλά ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε από που ερχόμαστε", της είπε και την φίλησε στο κεφάλι πριν φύγει.
Η Μπέσα κοίταξε στον καθρέφτη.
Ένας νεαρός, της είχε πει πως ήταν από το Αργυρόκαστρο, περιφερόταν στις ερημιές του Βορρά της Αλβανίας. Είχε έρθει για κυνήγι και χάλασε το αμάξι του. Τον πήρε με το κάρο και τον πήγε μέχρι το χωριό. Τον άφησε στο καφενείο. Την επόμενη μέρα ο γοητευτικός νεαρός εμφανίστηκε στο χωράφι με το αυτοκίνητο του.
-"Το έφτιαξα", της φώναξε, ενώ εκείνη δούλευε
-"Και γιατί δεν τραβάς κατά το Νότο αφού το έφτιαξες;", του απάντησε αυτή ενώ δούλευε , χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει.
-"Είπα να σε ευχαριστήσω πριν φύγω".
-"Δεν χρειάζεται. Να σαι καλά!"
ο νεαρός γέλασε
-"Καλά τόση ώρα που μιλάμε βλέπω μόνο τον κώλο σου. Είναι σαν να χει στόμα και να μου απαντάει"
Η Μπέσα σηκώθηκε όρθια και τον κοίταξε έτοιμη να τον βρίσει, αλλά δεν άντεξε και γέλασε.
Ο νεαρός απο το Νότο την πλησίασε μέσα στο χωράφι. Έφερε τα χέρια του στα μάγουλα της και την κοίταξε μέσα στα μάτια. Αυτή ένιωσε το κορμί της να τρέμει μην μπορώντας να ελέγξει ένα πρωτόγνωρο αίσθημα.
-"Είσαι πολύ όμορφη. Στο χωριό μου είπαν γιατί πρέπει να μείνεις για πάντα παρθένα και να ζήσεις σαν άντρας, αλλά εγώ το θεωρώ άδικο".
-"Είναι το σωστό".
-"Το σωστό είναι να μπορούν να ζουν οι άνθρωποι όπως θέλουν και όχι όπως τους επιβάλλουν οι νόμοι του 15ου αιώνα".
-"Μιλάς σαν να ζεις στον 21ο αιώνα".
-"Μα ζω στον 21ο αιώνα. Κι εσύ το ίδιο".
-"Το χωριό όμως δεν ζει στον ίδιο αιώνα".
Ο νεαρός από τον Νότο την φίλησε. Το μυαλό της θέλησε να αντισταθεί, αλλά το σώμα της αφέθηκε. Την ίδια στιγμή τα κορμιά τους γίνανε ένα μέσα στο χωράφι.
Ο Άριαν στεκόταν σε έναν λοφίσκο μαζί με έναν Ιταλό φωτογράφο, που αποθανάτιζε τους δύο νέους στο χωράφι.
-"Μου κόστισες μια περιουσία μπάσταρδε Ιταλιάνε", του είπε
-"Ως το απόγευμα θα έχεις αυτό που ζήτησες", του είπε γελώντας ο φωτογράφος...
...
-"Σε ένα λεπτό βγαίνεις Μπέσα!", ακούστηκε η φωνή της Αρμένισσας.
-" Έτοιμη είμαι!", απάντησε, φωνάζοντας επίσης, η Αλβανίδα.
...το βράδυ σέρβιρε σούπα στα δυο μικρά της αδέρφια. Έξω από το σπίτι ακούστηκαν φωνές. Το σκοτάδι της νυχτιάς έσπαγαν οι αναμμένες δάδες των χωριανών, που είχαν κυκλώσει το σπίτι.
-"Βγες έξω πουτάνα", ούρλιαξε ένας συγγενής του Άριαν, ο οποίος περισσότερο έμοιαζε με κακέκτυπο αμερικάνου χιπ χόπερ, παρά με χωριάτη της Βόρειας Αλβανίας που νοιαζόταν για την διατήρηση των παραδόσεων.
Η Μπέσα τρομοκρατήθηκε. Πήρε την καραμπίνα της και βγήκε στο μικρό μπαλκονάκι του σπιτιού της.
-"Τι συμβαίνει;" ρώτησε έχοντας στραμμένο το όπλο προς το πλήθος, που ήταν επίσης αρματωμένο.
Ο χιπ χοπάς σήκωσε μια φωτογραφία και την φώτισε με την δάδα του, φανερώνοντας την Μπέσα με τον νεαρό από τον Νότο να κάνουν έρωτα γυμνοί στο χωράφι
-"Ξέρεις ποια είναι η τιμωρία;" ρώτησε χαιρέκακα ο χιπ χοπάς και οι υπόλοιποι χωριανοί άρχισαν να ουρλιάζουν.
Η Μπέσα τά 'χασε. Δεν ήταν δυνατόν. Πώς το 'ξέραν; πώς; πώς; πώς; χιλιάδες πώς; εμφανίστηκαν ερωτηματικά μέσα στο κεφάλι της.
Οι αναμένες δάδες άρχισαν να πέφτουν προς το μέρος του σπιτιού.
Σχεδόν μηχανικά η Μπέσα πάτησε την σκανδάλη. Η πρώτη σφαίρα βρήκε μια αθώα, άκακη γυναικούλα που απλώς ήθελε να αποδοθεί η δικαιοσύνη μιας αρχέγονης παράδοσης. Μετά ξαναπάτησε την σκανδάλη και μετά ξανά και ξανά.
Οι πυροβολισμοί ανταπόδωθηκαν και από την πλευρά των εξαγριωμένων συγχωριανών της. Οπισθοχώρησε και μπήκε μέσα στο σπίτι, το οποίο είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Φώναζε και έψαχνε τα αδέρφια της αλλά δεν τα έβλεπε πουθενά.
Πανικός , οργή , παραίτηση, αποδοχή και άρνηση του άγραφου νόμου είχαν πλημμυρίσει το μυαλό της. Οι χωριανοί κοιτούσαν τα τρία πτώματα που είχε αφήσει πίσω της και άρχισαν οργισμένοι να πυροβολούν προς το φλεγόμενο σπίτι...
...το πρωί δεν ήξερε πώς ξύπνησε μέσα σε ένα ουκρανικό σαπιοκάραβο. Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν το πρόσωπο μιας πανέμορφης μελαχρινής γυναίκας ντυμένης με στολή δύτη.
-"Είσαι ασφαλής", της είπε η Μυρίνα.
-"Τ' αδέρφια μου, τα αδέρφια μου", μονολόγησε η Μπέσα.
-"Κοίταξε με, δεν μπορώ να σου πω πολλά τώρα, σε έχουν πάρει δουλέμποροι. Θα σε πουλήσουν σε κάποιον επιχειρηματία στον Λίβανο. Θα περάσεις πολλά ακόμα. Πρέπει να περάσεις πολλά ακόμα, αλλά εμπιστεύσου με. Στο τέλος θα πρέπει να βυθιστείς στις φλόγες της κόλασης. Να παίξεις και να κερδίσεις τους Άρχοντες. Δεν έχουμε χρόνο. Αν με βρουν εδώ οι δουλέμποροι, θα καταδικαστείς να είσαι για πάντα σκλάβα. Μείνε δυνατή κοπέλα μου!"
-"Δεν είμαι κοπέλα"
-"Είσαι πλέον"
-"Εσύ ποια είσαι";
-"Αυτή που θα σε βοηθήσει να απελευθερωθείς από τα δεσμά αυτού του κόσμου, από τις αλυσίδες των αρχόντων. Θα περάσουν χρόνια, αλλά πρέπει να θυμάσαι τα λόγια μου κάθε μέρα και ειδικά την μέρα που θα ανοίξουν οι πύλες για να βουτηχτείς στις φλόγες της Κόλασης. Ειδικά εκείνη τη μέρα, η πίστη στην ελευθερία θα σε βοηθήσει να κερδίσεις".
-"Πότε θά 'ναι αυτή η μέρα;"
-"Θα το καταλάβεις. Μην ψάχνεις για εκδίκηση. Θά 'ναι η μέρα που θα έρθει η εκδίκηση να σε βρει".
Μέσα σε κάτι φαράγγια, έξω από το χωριό, ο Άριαν κοίταξε τον νεαρό από τον Νότο. Του πέταξε ένα πουγγί με λίρες.
Μετά στράφηκε στον Ιταλό φωτογράφο που στεκόταν δίπλα από τον νεαρό, του πέταξε επίσης ένα πουγγί με λίρες.
-"Δεν τις μετράω", είπε ο Ιταλός, "σού 'χω εμπιστοσύνη".
Από τις σπηλιές βγήκαν 10 πρωτοπαλίκαρα του Άριαν, καθώς επίσης κι ο χιπ χοπάς ανιψιός του.
-"Καλά τα πήγατε", είπε ο Άριαν, "το χωράφι έγινε δικό μου και σε μερικούς μήνες που θα περάσει ο δρόμος απο εκεί θα στήσω και το βενζινάδικο. Καλά τα πήγατε, αλλά η δουλειά δεν ολοκληρώθηκε".
-"Με όλο το σεβασμό", πήρε τον λόγο ο νεαρός από τον Νότο, "αλλά εμείς στο κομμάτι μας κάναμε ότι ακριβώς μας είπατε".
-"Δεν με νοιάζει", ξεφύσησε ο Άριαν και έκανε νόημα στον ανιψιό του τον χιπ χοπά, ο οποίος μαζί με τα πρωτοπαλίκαρα πολυβόλησαν τα σώματα του Ιταλού και του νεαρού αναγκάζοντας τα να πέσουν από το φαράγγι στο κενό.
-"Πώς θα κατέβουμε τώρα κάτω να πάρουμε τα πουγκιά με τις λίρες;" ρώτησε ο χιπ χοπάς.
Ο Άριαν γύρισε και αγριοκοίταξε το μικρό.
-"Δεν γαμιούνται και οι λίρες", μονολόγησε φοβισμένα ο χιπ χοπάς.
Φορώντας μόνο σέξυ εσώρουχα, η Μπέσα υπό τους ήχους αργής αισθησιακής μουσικής, βγήκε στην σκήνή, ενώ από παντού μέσα στο μαγαζί, πετάγονταν φλόγες, κάνοντας τους θαμώνες να ζητωκραυγάζουν. Πριν αρχίσει τον χορό, κοίταξε θαρρείς έναν προς έναν όλους τους πελάτες που την έτρωγαν με τα μάτια.
Είδε μια αθωότητα στο πρόσωπο του Γκάσπαρ, είδε μια αγωνία στο πρόσωπο του Λάμπρου, είδε μια γλυκάδα στο πρόσωπο του Αχμέτ και ξαφνικά...
...είδε τον Άριαν, 50άρης πλέον να κάθεται δίπλα στον 30χρονο πια ανιψιό του και να την κοιτάνε χωρίς να δείχνουν ότι είχαν καταλάβει ποια είναι.
Κοίταξε προς την είσοδο του μαγαζιού . Για μια στιγμή είδε την Μύρινα ντυμένη σαν πόρνη και την επομένη εξαφανίστηκε. Χαμογέλασε. Η στιγμή έφτασε. Αυτή ήταν η νύχτα που θα κατέβαινε και θα έμπαινε μεσα στις φλόγες της κόλασης ώστε να απελευθερωθεί...η εκδίκηση ήρθε να την βρει.
Μετά στράφηκε στον Ιταλό φωτογράφο που στεκόταν δίπλα από τον νεαρό, του πέταξε επίσης ένα πουγγί με λίρες.
-"Δεν τις μετράω", είπε ο Ιταλός, "σού 'χω εμπιστοσύνη".
Από τις σπηλιές βγήκαν 10 πρωτοπαλίκαρα του Άριαν, καθώς επίσης κι ο χιπ χοπάς ανιψιός του.
-"Καλά τα πήγατε", είπε ο Άριαν, "το χωράφι έγινε δικό μου και σε μερικούς μήνες που θα περάσει ο δρόμος απο εκεί θα στήσω και το βενζινάδικο. Καλά τα πήγατε, αλλά η δουλειά δεν ολοκληρώθηκε".
-"Με όλο το σεβασμό", πήρε τον λόγο ο νεαρός από τον Νότο, "αλλά εμείς στο κομμάτι μας κάναμε ότι ακριβώς μας είπατε".
-"Δεν με νοιάζει", ξεφύσησε ο Άριαν και έκανε νόημα στον ανιψιό του τον χιπ χοπά, ο οποίος μαζί με τα πρωτοπαλίκαρα πολυβόλησαν τα σώματα του Ιταλού και του νεαρού αναγκάζοντας τα να πέσουν από το φαράγγι στο κενό.
-"Πώς θα κατέβουμε τώρα κάτω να πάρουμε τα πουγκιά με τις λίρες;" ρώτησε ο χιπ χοπάς.
Ο Άριαν γύρισε και αγριοκοίταξε το μικρό.
-"Δεν γαμιούνται και οι λίρες", μονολόγησε φοβισμένα ο χιπ χοπάς.
Φορώντας μόνο σέξυ εσώρουχα, η Μπέσα υπό τους ήχους αργής αισθησιακής μουσικής, βγήκε στην σκήνή, ενώ από παντού μέσα στο μαγαζί, πετάγονταν φλόγες, κάνοντας τους θαμώνες να ζητωκραυγάζουν. Πριν αρχίσει τον χορό, κοίταξε θαρρείς έναν προς έναν όλους τους πελάτες που την έτρωγαν με τα μάτια.
Είδε μια αθωότητα στο πρόσωπο του Γκάσπαρ, είδε μια αγωνία στο πρόσωπο του Λάμπρου, είδε μια γλυκάδα στο πρόσωπο του Αχμέτ και ξαφνικά...
...είδε τον Άριαν, 50άρης πλέον να κάθεται δίπλα στον 30χρονο πια ανιψιό του και να την κοιτάνε χωρίς να δείχνουν ότι είχαν καταλάβει ποια είναι.
Κοίταξε προς την είσοδο του μαγαζιού . Για μια στιγμή είδε την Μύρινα ντυμένη σαν πόρνη και την επομένη εξαφανίστηκε. Χαμογέλασε. Η στιγμή έφτασε. Αυτή ήταν η νύχτα που θα κατέβαινε και θα έμπαινε μεσα στις φλόγες της κόλασης ώστε να απελευθερωθεί...η εκδίκηση ήρθε να την βρει.