Η συναυλία στην Ομόνοια είχε "φουντώσει" θα μπορούσε να πει κανείς. Η Σάντρα επί σκηνής τα έδινε όλα, αλλά και ο κόσμος από κάτω χόρευε συνεχώς και ""προθερμαινόταν" έστω και εν αγνοία του για το μεγάλο φινάλε
Ο Αλντίν, με τον Οδυσσέα και τον Αλμπάν περπατούσαν το πρωί στους δρόμους του κέντρου της πόλης. Μια ομάδα μοτοσικλετιστών της αστυνομίας αποτελούμενη από 2 μηχανές με 2 συνεπιβάτες εμφανίστηκε στην αντίθετη πλευρά του δρόμου, ακριβώς μπροστά του. Ο Αλντίν έφερε το χέρι στο πιστόλι που έιχε μέσα στην τσέπη από το μπουφάν του.Ο Οδυσσέας του ψιθύρισε χωρίς να τον κοιτάξει -Ψυχραιμία, κοιτάξτε τους στα μάτια Οι τρεις τους κοιτούσαν τους αστυνομικούς να περνάνε απο τον δρόμο. Οι δυο συνεπιβάτες στις μηχανές ανταπέδωσαν με άγριο βλέμμα Ο Αλμπάν τους έκανε νόημα να σταματήσουν και κατευθύνθηκε προς το μέρος τους Οι μηχανές σταμάτησαν -Καλημέρα , θα ήθελα μια βοήθεια, τους φώναζε καθ΄ψως πλησίαζε Οι αστυνομικοί στήθηκαν με τρόπο μπροστά του σχηματίζοντας ένα ημι-κύκλιο -Είμαστε από Θεσσαλονίκη και δεν ξέρουμε την Αθήνα καλά. Θέλουμε να πάμε Παπάγου . -Τι θα κάνετε στου Παπάγου κύριε; ρώτησε ο ένας αστυνομικός Ο Αλμπάν χαμογελάσε πριν απαντήσει -Αρραβωνιάζομαι σήμερα. Η μέλουσα γυναίκα μου... το πατρικό της είναι εκεί και πρέπει να πάμε. Τα πεθερικά μου μας έχουν καλέσει για μεσημεριανό, να γνωριστούμε κιόλας Ο αστυνομικός κοίταξε τους συναδέλφους του πριν στραφεί ξανά προς τον Αλμπάν -Είναι στρατιωτικός και είναι πολύ αυστηρός, απ όσο μου χει πει η Λίνα, θέλω να μαστε στην ώρα μας, είπε ο Αλμπάν και συνέχισε, και δεν βρίσκουμε ούτε ένα ταξί. Έχει κάποια πιάτσα εδώ κοντά; Ο αστυνομικός έδειξε με το χέρι του -Από και στο δεύτερο στενό δεξιά , μετά ευθεία και στο πρώτο στενό προς τα κάτω κύριε έχει πιάτσα. Ο Αλμπάν χαμογέλασε -Ευχαριστώ, καλή συνέχεια παιδιά, είπε και ξαναγύρισε στους φίλους του στο πεζοδρόμιο. -Τι μαλακία έκανες; του ψιθύρισε ο Αλντίν -Τους διέλυσα τις υποψίες, απάντησε ο Αλμπάν Οι αστυνομικοί ξανανέβηκαν στις μηχανές τους και φύγανε. Ο Οδυσσέας κοίταξε μια γιγαντοαφίσα στο βάθος του δρόμου Η αφίσα έδειχνε την Σάντρα και καλούσε το βράδυ της ίδιας μέρας σε ελεύθερη συναυλία στην Ομόνοια. -Νομίζω, βρήκα αυτό που ψάχναμε Μερικές μέρες πριν οι άντρες του στρατού και της αστυνομίας λάβαιναν θέσεις γύρω από τον αυτοσχέδιο καταυλισμό προσφύγων δίπλα στην συνοριακή γραμμή. Στον χώρο επικρατούσε αναστάτωση. Η Σάντρα μόλις είχε ξυπνήσει και παρακολουθούσε σε απευθείας σύνδεση από την τηλεόραση τα τεκταινόμενα Εκείνη την ώρα μπήκε στο σαλόνι ο Ρατζίφ και κοιτούσε αποσβολωμένος -Αν δεν είχα ωραία φωνή και δεν έπαιζε πολιτικά παιχνίδια ο Γεωργίου, σήμερα θα είμασταν και μεις εκεί , Ρατζίφ, είπε η Σάντρα και εκείνη την ώρα οι ειδικές δυνάμεις αστυνομικών όρμηξαν στον καταυλισμό και ξεκίνησαν να χτυπάνε και να πετάνε δακρυγόνα στους πρόσφυγες που αρνούταν να εγκαταλείψουν τον χώρο και να μεταφερθούν κατά πως ήθελε η κυβέρνηση σε κάποιο hot spot -Δεν ξέρω τι να πω, μονολόγησε ο Ρατζίφ. Η Σάντρα έκλεισε την τηλεόραση και σηκώθηκε όρθια. -Βρήκες κάτι για τον Οδυσσέα που σου είπα; -Είχε γίνει μια φασαρία στο λιμάνι εκείνη την μέρα. Οι αστυνομικοί είχαν μπει στο ιατρείο που στήσαν οι αλληλέγγυοι και το έσπασαν. Ένας φίλος του Οδυσσέα ήταν ιατρός. Ο Οδυσσέας μπήκε μέσα να βοηθήσει και πάνω στην φασαρία ή σκότωσε ή του φορτώσαν τον θάνατο ενός αστυνομικού. -Δεν είναι δυνατόν -Τον κλείσανε σε φυλακές υψίστης ασφαλείας -Που;Θα πάω να τον δω -Έγινε χτες μια επιτυχημένη απόπειρα απόδρασης με πολλούς νεκρούς και τραυματίες -Ο Οδυσσέας; -Οδυσσέας και άλλοι δυο Αλβανοί είναι οι πιο καταζητούμενοι άνθρωποι στην Ελλάδα από χτες η Σάντρα σάστισε. Όταν βρήκε ξανά τον εαυτό της κοίταξε με μάτια που πέταγαν μίσος τον Ινδό μάνατζερ και φίλο της -Γι αυτό το πράγμα ήρθαμε στην Δύση Ρατζίφ; Να είμαστε μαριονέτες στα πολιτικά παιχνίδια του Γεωργίου; Να κλείνουν τους ανθρώπους μας φυλακή; Να χτυπάνε και να μεταφέρουν τα αδέρφια μας με το ζόρι στα hot spots; Αυτό το πράμα είναι η ελευθερία που ψάχναμε; -Εδώ είναι Ελλάδα, στην Γερμανία όμως ο πολίτης απολαμβάνει δικαιώματα... Η Σάντρα του κάνε νόημα να σταματήσει. Άνοιξε το λαπ τοπ της και του έδειξε ένα βίντεο στο οποίο η Γερμανική αστυνομία εφορμούσε εντός μιας κατάληψης και ξυλοφόρτωνε τους καταληψίες -Αυτά είναι τα δικαιώματα που απολαμβάνει ο πολίτης στην Γερμανία, Ρατζίφ; -Ίσως παρανόμησαν... Η Σάντρα τον πλσίασε και του πε -Όλη μου η καριέρα εδώ στο Αφγανιστάν θα θεωρούταν , παρανομία Ρατζίφ. Ποιος ορίζει λοιπόν τι είναι νόμιμο και τι παράνομο; -Κορίτσι μου ηρέμησε. Έτσι είναι εδώ. Καπιταλισμό το λένε -Ξες κάτι Ρατζίφ λοιπόν; Τον δοκίμασα τον καπιταλισμό και δεν μου αρέσει -Και τι θα κάνεις Σάντρα; Πριν ένα μήνα κοιμόμασταν στο λιμάνι σε αντίσκηνα και τώρα ζούμε σε βίλα. Δεν σου αρέσει ο καπιταλισμός; Και τι θα κάνεις Σάντρα; θα του δώσεις πίσω όσα σου προσφέρει; -Όχι. Μ αρέσουν αυτά που μου προσφέρει , αυτό που δεν μ αρέσει είναι πως δεν τα προσφέρει σε όλους. Γιατί τα δίνει μόνο σε μας; Γιατί μας χρειάζεται. Μόλις κάνει την δουλειά του με μας θα μας πετάξει στα σκουπίδια...σαν τους δουλέμπορους Ρατζίφ, που μόλις πήραν τα λεφτά μας πετάξαν από την βάρκα. Έχασα δυο αδέρφια έτσι. Ξες τι είναι ο καπιταλισμός Ρατζιφ; Ένας δουλέμπορος είναι. Μόνο που είναι μεγαλύτερος από τους Τούρκους δουλέμπορους που γνωρίσαμε Ναι το ομολογώ μ αρέσει αυτά που μου πρόσφερε. Δεν μ αρέσει αυτό που κάνει εκεί έξω στον Οδυσσέα, στα αδέρφιά μας στα σύνορα, στους Έλληνες που δουλεύουν για μας στις συναυλίες και πληρώνονται ψίχουλα.Και αυτό θα το αλλάξω. Θα φροντίσω, ή θα προσπαθήσω , αυτά που έχω και χαίρομαι εγώ να τα έχουν όλοι -Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα Σάντρα -Μπορώ να κάνω μια συναυλία δωρεάν στην Ομόνοια. Αύριο Κανόνισε το χωρίς αντιρρήσεις Οι 3 φίλοι κάθοταν τώρα κάτω από την γιγαντοαφίσα της ΄Σαντρα. Ο Οδυσσέας είχε κολήσει το βλέμμα του πάνω της. Διάβαζε ξανά και ξανά το logo που έγραφε "αν είσαι εκεί έξω , έλα" -Δεν είστε υποχρεωμένοι να έρθετε, τους είπε -Και τι καλύτερο έχουμε να κάνουμε; ρώτησε ο Αλμπάν -Δεν έχω σχέδιο, μόνο τα πιστόλια και οργή. Πάω εκεί, και μπουκάρω στα παρασκήνια πριν βγει να τραγουδήσει -Θες να την δεις; ρώτησε ο Αλμπάν Ο Οδυσσέας κοίταξε την αφίσα και μετά τους δυο αλβανούς φίλους του -Θέλω; Θέλω, τι έχωνα της προσφέρω όμως; Ρε είναι φτασμένη. Νο 1, ρε τι σκατά θα κάνω εκεί; -Έξω από την φυυλακή , όταν βγήκαμε είπες θα έρθεις στην πόλη επανάσταση, είπε ο Αλντίν, τι σκατά σκεφτόσουν; -Δεν ξέρω, πλέον δεν ξέρω τίποτα ο Αλμπάν σηκώθηκε , έφτιαξε τα μαλλιά του και τους κοίταξε -Μαλάκες, μη το σκέφτεστε.. Σε λίγες ώρες είναι η συναυλία, οπλίζουμε και πάμε και όπως μας βγει
Γύρω στα 20 αγροτικά αμάξια φορτωμένα στις καρότσες κινούταν μέσα στα μονοπάτια των βουνών.
Η Σάντρα έβγαινε στην σκηνή για ακόμη μια συναυλία Τα αγροτικά βγαίναν για λίγο στην εθνική οδό και από μια παράκαμψη περνούαν σε χωμάτινους παράδρομους Η Σάντρα «χτυπιόταν» για ακόμη μια νύχτα επί της σκηνής με το πλήθος από κάτω να παραληρεί Στην φυλακή ο Αλντίν έβγαινε μαζί με τους άλλους κρατούμενους για προαυλισμό. Αντίκριζε τον Αλμπάν και τον Οδυσσέα να τον κοιτάνε. Τους κούνησε το κεφάλι και χαμογέλούσε με νόημα Τα αγροτικά τώρα κατευθύνοντας προς την κοιλάδα που βρισκόταν η φυλακή Ο Ρατζίφ οιτούσε από τα αρασκήνια την Σάντα επί της σκηνής. Ο Γεωργίου τον πλησίαζε και κάτι του ψιθύριζε Μια ομάδα αλβανών με εντούρο πλησιάζανε τις κυψέλες κινητής τηλεφωνίας και τις απενεργοποιουσαν Στο προαύλιο ο Αλμπάν, ο Αλτνίν και ο Οδυσσέας περιφέρονταν με μια εμφανή αγωνία Ο Γίγαντας, ο αρχηγός των ναζί τους παρακολουθούσε με το βλέμμα του Τα αγροτικά φορτηγά τώρα κάναν ένα κύκλο γύρω από την φυλακή , ενώ τα παιδιά με τα εντούρο απενεργοποιούσαν και το δίκτυο σταθερής τηλεφωνίας της φυλακής Ο ένοπλος φρουρός από τον έναν υπερυψωμένο πυργίσκο της φυλακής παραξενεύτηκε βλέποντας τα αγροτικά να ¨κυκλώνουν» την φυλακή Σήκωσε το τηλέφωνο να επικοινωνήσει με την φρουρά στο έδαφος αλλά η γραμμή ήταν νεκρή.
Η Σαντρα τραγουδούσε μέσα στο στόυντιο. Από το δωματιάκι της κονσόλας παρακολουθούσε με τον ηχολήπτη ο Ρατζίφ. Εκείνη την στιγμή μπήκαν στο δωματιάκι ο Γεωργίου με τον ιδιοκτήτη της δισκογραφικής εταιρείας τον Μίνω
-Πως πάμε; Ρώτησε ο Μίνως τον Ινδό -Πολύ καλά , σήμερα ολοκληρώνουμε και το τελευταίο τραγούδι
Ο Οδυσσέας βγήκε από την απομόνωση στο προαύλιο. Το φως της μέρας τον τύφλωνε
Μετά από μέρες ακινησίας περπατούσε σαν κουτσός Δεν είχε ούτε έναν φίλο και οι ναζί τον περίμεναν Από απέναντι τον κοιτούσαν και χαμογελούσαν Ο Αλμπάν πλησίασε τον Αλντίν συνωμοτικά και του ψιθύρισε χωρίς να τον κοιτάξει -Οι άλλοι συμφωνούν θα γίνει σήμερα -Τι άλλαξε; Ο Αλμπάν χαμογέλασε πονηρά πριν πει -Η συγκυρία -Δηλαδή; -Ο αδερφός μου αποφάσισε να κατέβει Ελλάδα
Μέρες απομονωνόταν κάπου έρημα στο στρατόπεδο με την κιθάρα του
Την γρατζουνούσε και τραγουδούσε Και εκείνο πρωί είχε πάει κάπου απόμερα και τραγουδούσε αυτό το τραγούδι Στον προαυλισμό, στην φυλακή, ο Οδυσσέας είχε σταθεί σε ένα τσιμέντο το οποίο χτυπούσε με τα δάχτυλα ρυθμικά και το σιγοψιθύριζε Ο Γεωργίου με την κουστωδία του συνοδευόμενοι από τις κάμερες των καναλιών πρόσφεραν το δικό τους σόου. Αγκάλιαζαν και χάιδευαν μικρά προσφυγάκια, η κυρία του καλού κόσμου έδινε δώρα και ο Μάκης Κλουδάς τους τραγουδούσε Η Σάντρα δυνάμωνε την φωνή της να καλύψει την φωνή του ποπ σταρ Ο Οδυσσέας αντιλαμβανόταν πως μια ομάδα ναζί κρατουμένων μαζεύοταν από πίσω του και επίσης δυνάμωνε την φωνή του και χτυπούσε όσο πιο δυνατά μπορούσε το τσιμέντο Ο Γεωργίου ακούγοντας την Σάντρα να τραγουδάει έβγαλε τα γυαλιά ηλίου του να την δει καλύτερα αν και ήταν μακριά Οι ιδέες μέσα στο κεφάλι του και οι σκέψεις άρχισαν να τρέχουν με 1000 στροφές Εκεί που όλοι βλέπανε μια αφγανή να τραγουδάει αυτος αντίκριζε ακόμη μια επικοινωνιακή ευκαιρία Οι ναζί με επικεφαλής τον γίγαντα που είχε απειλησει τον Οδυσσέα τον πλησίασαν σε απόσταση αναπνοής και άρχισαν να τον χτυπάνε Ο Γεωργίου παρατούσε την κουστωδία και πλησίαζε προς το μέρος της Σάντρα Ο Οδυσσέας ανταπέδωσε μερικά από τα χτυπήματα σπάζοντας τα δόντια ενός από τους ναζί αλλά σύντομα το μπούγιο κατάφερε να τον ρίξει κάτω και να τον κλωτσάει Οι δεσμοφύλακες και οι μπάτσοι από τα φυλάκια με τα πολυβόλα στα χέρια κοιτούσαν άπραγοι Ο Γεωργίου είχε πλησιάσει δίπλα στην Σάντρα
Το σούρουπο επιστρέψανε στο λιμάνι. Από μια τρύπα στα σύρματα σύρθηκαν χωρίς αν τους δει κανείς εντός του. Ο Ρ ατζίφ και η γυναίκα του με το ένα της παιδί στην αγκαλιά τρέξανε καταπάνω τους μόλις τους είδανε
-Σάντρα, είπε με την αγωνία στο πρόσωπο του, που ήσουν ανυσηχήσαμε -Πήγαμε με τον Οδυσέα μια βόλτα -Θεέ μου, θεέ μου, έκανε ο Ρατζίφ πιάνοντας τα μαλλιά του, φοβηθήκαμε πως κάτι έγινε -Όχι φίλε όλα καλά, επενέβει ο Οδυσσέας, εδώ πως είναι τα πράματα; -Λένε πως η κυβέρνηση ετοιμάζει επέμβαση για να αδειάσει με την βία τον χώρο. Θέλουν να μας πάνε σε στρατόπεδα αι επειδή αρνούμαστε θα στείλουν τα ματ -Ξέρω , ξέρω, είπε ο Οδυσσεας, θα πάω να βρω τους δικούς μου να δω αν ξέρουν κάτι παραπάνω -Εντάξει Γύρισε και κοίταξε την Σάντρα -Δεν θα αργήσω, της είπε χαογελώντας την -Μην αργήσεις, του είπε επίσης χαμογελώντας Ο Ρατζίφ και η γυναίκα του κοιτάχτηκαν με νόημα μεταξύ τους Ο Οδυσσέας μερικά λεπτά αργότερα πλησίαζε στο ιατρείο των αλληλέγγυων. Από μακριά είδε ένα φίλο του, τον Γιώργο που ήταν γιατρός και του φώναξε. -Τι συμβαίνει; Τον ρώτησε -Πάμε για επέμβαση των μπάτσων , του είπε ο Γγιώργος -Να πούμε να κατέβει κόσμος -Έχουν κατέβει όλοι Εκείνη την ώρα έσκασε δίπλα τους μια κρότου λάμψης και αμέσως 3 δαρυγόνα τριγύρω τους Οι δυο φίλοι τινάχτηκαν θαρρείς και αμέσως μαζί με άλλους αλληλέγγυους και όσους μετανάστες ήταν τριγύρω άρχισαν να στήνουν οδόφραγμα με ότι αντικείμενα βρίσκαν τριγύρω τους Κάποιες κοπέλες μαζεύαν πέτρες και τις δίναν στους μπροστά Μετά τις ρίψεις δακρυγόνων τα ματ επιχείρησαν επέμβαση Οι αλληλέγγυοι και οι πρόσφυγες οπισθοχωρούσαν προς τα πίσω προς την πλευρά της θάλασσας Μια ομάδα ματ μπήκαν μέσα στο αυτοσχέδιο ιατρείο και αρχίσαν να σπάνε πράματα Ο Γιώργος κοίταξε τον Οδυσσέα και του είπε -Δες τι κάνουνε Και όρμησε προς το ιατρείο -Μη, πρόλαβε να πει ο Οδυσσέας αλλά ο φίλος του ήδη έτρεχε προς την μεριά του ιατρείου. Ο Ο υσσέας ξεφύσησε και όρμησε και αυτός Ο Γιώργος όρμησε μέσα και είδε τους μπάτσους να σπάνε εμβόλια και μπουκαλάκια με φάρμακα ενώ επίσης πετούσαν έξω στηθοσκόπια και άλλα όργανα εξετάσεων ασθενών.
Στο μικρό χωριό στα βόρεια του Αφγανιστάν η Σάντρα πήρε την μικρή της αδελφή και τρέξανε προς το βουνό. Μπήκαν σε μια σπηλιά και της χαμογέλασε πονηρά. Μετά έβγαλε από την τσέπη της ένα μικρό mp3 player και πάτησε το play αμέσως ακούστηκαν οι πρώτες νότες από το "like a prayer" της Madonna. Τα δυο μικρά κορίτσια κοιτάχτηκαν και ξεκίνησαν να χορεύουν. Η Σάντρα ήξερε και τους στίχους ενώ η μικρή αδελφούλα της στο ρεφραίν ακουμπούσε την πλάτη της στην δική της και προσποιούμενες πως κρατούσαν μικρόφωνα το τραγουδούσανε μαζί.
Τα χρόνια πέρασαν και στο μικρό χωριό των Τατζίκων στον βορρά του Αφγανιστάν η ζωή έγινε πολύ δύσκολη, όχι πως δεν ήταν από πάντα. Ο χαρακτήρας της Σάντρα καθώς μεγάλωνε γινόταν ολοένα και πιο ανυπότακτος στα περιοριστικά για μια γυναίκα ήθη και παραδόσεις της περιοχής. Ο πατέρας της κάποια στιγμή αποφάσισε να βάλει όλες του τις οικονομίες ώστε αυτή, η μικρή αδερφή της και μικρότερος γιος του να μεταναστεύσουν στην Δύση
Μια ακόμη οδύσσεια όπως πολλές ξεκινούσε από τα βάθη της κεντρικής Ασίας για την Ευρώπη
Τα τρια αδέρφια διέσχισαν μια ολόκληρη Ήπειρο ώστε να βρεθούν στο «Όνειρο» Πεζοί, οι τρεις τους διέσχισαν βουνοκορφές του Ιράν,"εγκλωβίστηκαν" στην Τεχεράνη μέχρι να αποφασίσουν οι διακινητές να τους μεταφέρουν κατόπιν αμοιβής στην Τουρκία. Μέχρι να συμβεί αυτό πέρασαν 2 χρόνια όπου τα τρία αδέλφια κάνανε ότι δουλειές μπορούσαν να βρουν και κοιμόντουσαν σε ένα ερειπωμένο κτίριο το οποίο είχε βομβαρδιστεί την εποχή του πολέμου με το Ιράκ πριν από 30 χρόνια Πεζοί πέρασαν στην Τουρκία , πεζοί διέσχισαν αυτή την χώρα μέχρι τα παράλια της Μικράς Ασίας και από εκεί μαζί με Σύριους πρόσφυγες πολέμου περίμεναν την σειρά τους για να μπουν σε μια βάρκα που θα τους μετέφερε σε κάποιο ελληνικό νησί , ακριβώς όπως πριν 100 χρόνια άλλα πλωτά μέσα μετέφεραν τους Μικρασιάτες Ίωνες σε μια υποτιθέμενη γη της επαγγελίας.. Το ταξίδι δεν πήγε όπως το περίμεναν. Η θάλασσα ήταν φουρτουνιασμένη. Η Σάντρα κρατούσε τα δυο της αδέλφια αγκαλιά μέσα στο κατάμεστο πλωτό μέσο που την μια ανέβαινε ψηλά και την άλλη λες και βουτούσε στο κενό από τα ψηλά κύματα. Τα παιδιά κλαίγανε. Η ίδια φοβόταν. Οι άλλοι επιβαίνοντες στην βάρκα ήταν πανικόβλητοι. Δεν καταλάβανε πότε τούμπαρε η βάρκα, πότε η Σάντρα έχασε από την αγκαλιά της τα αδέλφια της , πότε λιποθύμησε και πότε ξύπνησε ξημέρωμα στις ακτές της Μυτιλήνης ανάμεσα σε διάφορους πρόσφυγες και διασώστες. Προσπάθησε να σηκωθεί όρθια , να ψάξει τα αδέλφια της μα το σώμα δεν υπάκουσε. Μολόγησε κάτι στην διάλεκτο των τατζίκων αλλά κανείς από τους διασώστες δεν έδειχνε να την καταλαβαίνει. Μετά στα αγγλικά τους παρακάλεσε να την βοηθήσουν να βρει τα αδέρφια της. Ένας λιμενικός νεαρός άντρας πέρασε από μπροστά της κραδαίνοντας το πολυβόλο του, την κοίταξε αυστηρά και ενοχλημένος με την φασαρία που προκαλούσε και της φώναξε «shut up”. Η Σάντρα δεν υπάκουσε. Προσπαθούσε να ανακαλέσει στην μνήμη της τα αγγλικά που γνώριζε για να πείσει τους διασώστες να την βοηθήσουν να βρει τα αδέρφια της ώσπου κάποια στιγμή είδε έναν μαλλιά με στολή δύτη και μια γυναίκα ξανθιά με αθλητικό σώμα να κρατάνε αγκαλιά και να βγάζουν στην ακτή τα άψυχα πλέον σώματα τους Η φωνή της κόπηκε. Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια της και τα πνευμόνια της λες και άδειασαν από αέρα...
Τώρα καθόταν στο λιμάνι του Πειραιά
Είχε σκοτεινιάσει, είχε τσιμπήσει λίγο από το συσσίτιο των αλληλέγγυων Ελλήνων , των μοναδικών που τους βοηθούσαν πραγματικά σε αντίθεση με τους κρατικούς υπαλλήλους και τους έμμισθους των μκο που απλά δείχνανε να βγάζουν μια υποχρέωση και τους αντιμετώπιζαν ως νούμερα και αντικείμενα προς κέρδος Ο Οδυσσέας , ήταν ένας τύπος καλαμπουρτζής και μεγάλος φασαριόζος. Πήγε δήθεν να δώσει αλληλεγγύη στον Πειραιά αλλά έκανε πιο πολύ φασαρία , μια βαλκανικού άνευ λόγου φασαρία παρά έδινε με την κλασσική έννοια αλληλεγγύη. Οι πρόσφυγες τον αγάπησαν από την πρώτη στιγμή. Κινούταν πάντα με την κιθάρα του ανά χείρας, τους φώναζε και άρχιζε να τραγουδά και να παίζει κιθάρα και γύρω του στηνόταν ένα πραγματικό πανηγύρι. Ιδίως τα πιτσιρίκια των προσφύγων τον είχαν λατρέψει. Εξαιτίας του αυτά νιώθανε σαν να βρίσκονται σε διακοπές και όχι σε μια οδύσσεια ξεριζωμού. Ειδικά όταν τους έκανε κάποια ταχυδακτυλουργικά κόλπα με τα χέρια του τον αποθέωναν και σκάγανε στα γέλια Αυτό το βράδυ πήγε και έκατσε σε ένα σημείο δίπλα στην Σάντρα. Η Σάντρα τον κοίταξε και κατάλαβε πως ήταν έτοιμος να καταρρεύσει. Ένα ολόκληρο μήνα έτρεχε από μπούγιο σε μπούγιο στο λιμάνι και από πηγαδάκι σε πηγαδάκι , ξεσήκωνε με την μουσική του τα πλήθη, διασκέδαζε τα πιτσιρίκια και σήμερα έμοιαζε σαν να είχε φτάσει στα όρια του. Της χαμογέλασε απονήρευτα -Λέω να ρίξω έναν υπνάκο, της είπε και ξάπλωσε στο οδόστρωμα Τρελός θα ναι , σκέφτηκε η Σάντρα -Γιατί δεν πας σπίτι σου; Τον ρώτησε -Είμαι τόσο κουρασμένος που ούτε ως την έξοδο του λιμανιού δεν έχω κουράγιο να πάω, αν ενοχλώ όμως εδώ μπορώ να πάω κάπου αλλού δεν υπάρχει πρόβλημα Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έκανε την Σάντρα εδώ και μήνες να σκεφτεί κάτι άλλο από τον χαμό των αδελφών της -Μπορείς να κοιμηθείς στην σκηνή, του είπε, εμένα εξάλλου δεν μου κολλάει ύπνος σήμερα Ο Οδυσσέας σήκωσε το σώμα του από το οδόστρωμα και την ρώτησε -Γιατί παιδί μου δεν σου κολλάει ύπνος Η Σάντρα έκανε να μιλήσει αλλά την πιάσανε τα κλάματα Ο Οδυσσέας σύρθηκε στο μέρος της και της χάιδεψε την πλάτη, διστάζοντας να την αγκαλιάσει , όπως θα έκανε απονήρευτα σε Ελληνίδα, φοβούμενος λίγο τα μουσουλμανικά ήθη και τους κώδικες για τα οποία μόνο από σπόντα είχε ακούσει. -Με συγχωρείς, έχω κάτι δικά μου, ψέλλισε η Σάντρα Ο Οδυσσέας κούνησε το κεφάλι του. Άφησε το χέρι του από τον ώμο της και έσυρε την κιθάρα του στην αγκαλιά του. Με τα δάχτυλα του άρχισε να γρατζουνάει τις χορδές και κατόπιν με τη φωνή του σε χαμηλό τόνο άρχισε να τραγουδάει
Η Σάντρα τον κοίταξε με τα κατάμαυρα μάτια της
Τύγχανε να γνωρίζει αυτό το τραγούδι. Ήταν ένα από τα οποία ακούγανε κρυφά με την αδερφή της στην σπηλιά -Είσαι τρελός ε; Τον ρώτησε προσπαθώντας να χαμογελάσει Το πρόσωπο του Οδυσσέα λες και είχε φωτιστεί. Η κούραση ενός μήνα λες και εξαφανίστηκε ξαφνικά όταν έπιασε την κιθάρα Η Σάντρα ξεκίνησε να τραγουδάει μαζί του Παραξενεύτηκε Είχε μια μαγευτική φωνή και είχε την τόλμη να αυτοσχεδιάζει και να προσθέτει το δικό της χρώμα στο τραγούδι Ξαφνικά δυνάμωσαν τις φωνές τους Ο χώρος του λιμανιού πλυμήριζε από την φωνή της Αφγανής που πρόσθετε ένα ανατολίτικο χρώμα στο τραγούδι και την φωνή του Οδυσσέα που προσέθετε ένα ροκ ύφος
Πρόσφυγες ξυπούσαν και βγαίναν έξω από τις σκηνές τους να δουν από που έρχετε αυτός ο ήχος. Οι αλληλέγγυοι στην νυχτερινή τους βάρδια άρχισαν να χτυπάνε ρυθμικά τα χέρια τους.
Οι λιμενικοί και οι μπάτσοι κοιτάζοντας σαν χαζοί πιάναν άλλοι τα γκλομπ τους και άλλοι τα πολυβόλα τους Ξαφνικά όλο το λιμάνι θαρρείς έκανε έναν κύκλο γύρω από τον Οδυσσέα και την Σάντρα ενώ μερικοί Σύριοι μουσικοί σπρώχνανε το πλήθος για να τους προσεγγίσουν και να προσθέσουν στο τελετουργικό τους ήχους από τα νταούλια και τους ζουρνάδες τους Το τραγούδι τους εκείνη την νύχτα ακουγόταν σ όλες τις συνοικίες του Πειραιά. Όλο το λιμάνι Άντρες, γυναίκες, αλληλέγγυοι, μικρά παιδιά, νέοι ,γέροι ,είχαν γίνει ένα μπόγος κάτω από το ανοιξιάτικο φεγγάρι και χόρευαν
Ο Ρατζίφ ήταν πακιστανός ινδικής καταγωγής. Η σκηνή του ήταν δίπλα σε αυτήν της Σάντρα. Αυτος η γυναικά και τα δυο μικρά του παιδιά στηρίξαν ψυχολογικά από την αρχή την Σάντρα και η Σάντρα τους βοηθουσε όσο μπορούσε
Θα έλεγε κανείς πως η Σάντρα ήταν σαν μέλος της οικογένειας του Ρατζίφ. Ο Ινδός ήταν έξυπνος , ανοιχτόμυαλος και πολύ προοδευτικός άνθρωπος Το πρωί η Σάντρα τον κοίταξε που έβγαινε από την σκηνή του αγουροξυπνημένος -Τι ήταν αυτό το χτεσινό; Την ρώτησε χαμογελώντας -Μας έχουν ξεχάσει όλοι, μόνο το τραγούδι μας έμεινε -Δεν ήξερα πως έχεις τόσο καλή φωνή, της είπε και η Σάντρα κούνησε τους ώμους της, πολύ καλή φωνή, πάρα πολύ καλή φωνή της είπε , κουνώντας το δάχτυλο του για έμφαση καθώς έφευγε και συνέχιζε να μονολογεί, μπράβο μπράβο Σάντρα μπράβο
Λίγο αργότερα ο Οδυσσέας ξυπνούσε από τον ήλιο. Κοίταξε τριγύρω του και αντίκρισε την Σάντρα να του χαμογελάει
-Έφαγες; Την ρώτησε Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά -Πάμε λες για πρωινο και καφέ; Η Σάντρα ένιωσε σαστισμένη αλλά ο Οδυσσέας σηκώθηκε και την άρπαξε από το χέρι Σε λίγο βρισκόταν στην έξοδο του λιμανιού. Μια κοπέλα λιμενικός συνοδεία δυο μπάτσων τους σταμάτησε -Για που το βάλαμε; Τους ρώτησε ειρωνικά -Κάνε στην άκρη κοπέλα μου, της είπε ο Οδυσσέας, εκτός αν θες να χεις τραβήγματα με την φυσική και πολιτική σου ηγεσία, της είπε με σιγουριά και αυστηρότητα ο Οδυσσέας.. η κοπέλα κοίταξε τους δυο μπάτσους . ο ένας εκ των οποίων πήρε τον λόγο -Κύριε δεν μπορείτε να βγάλετε έξω παράτυπο μετανάστη... -Άφησε με αγόρι μου να γνωρίζω καλύτερα την διαδικασία και τους νόμους μιας και συμβάλλω στην εκπόνηση τους. Θα μας αφήσετε να περάσουμε ή θα μας περιμένει για ώρα ο υπουργός; Οι τρεις τους κοιτάχτηκαν και τελικά ο άλλος μπάτσος που δεν μίλησε έκανε νόημα και τους αφήσαν να βγουν Καθώς κατευθυνόταν προς την μηχανή του Οδυσσέα η Σάντρα τον ρώτησε -Ξέρεις όντως τον υπουργό; -Ποιον υπουργό ρε ; Ψέματα τους είπα για να μας αφήσουν να περάσουμε Εκείνη την στιγμή η γυναίκα λιμενικός που μιλούσε με τον ανώτερο της στον ασύρματο τους φώναξε -Ε, εσείς. Ελάτε λίγο πίσω Ο Οδυσσέας κοίταξε την Σάντρα και γέλασε -Ανέβα στην μηχανή και μετά ύψωσε προς το μέρος τους το μεσαίο σου δάχτυλο -Γιατί; -Το χουμε σαν χαιρετισμό εδώ, θα το εκτιμήσουν Καθώς ανέβαιναν στην μηχανή και ο Οδυσσέας έβαζε μπροστά η Σάντρα τους μπάτσους χαμογελώντας αθώα και ύψωσε το μεσαίο της δάχτυλο. Οι μπάτσοι άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος τους και ο Οδυσσέας μάρσαρε , ύψωσε και αυτός το μεσαίο του δάχτυλο και έβαλε ταχύτητα και εξαφανίστηκε Μερικά λεπτά αργότερα πίνανε καφέ σε ένα μαγαζί δίπλα στην θάλασσα Αυτός της διηγούταν την ζωή του μέχρι τώρα, τις πλάκες που έκανε στους καθηγητές του στο λύκειο , τις κοπάνες με φίλους του , την αγάπη του για την μουσική, τις μπάντες που έφτιαχνε και μετά από λίγο καιρό διαλυόταν γιατί είτε ο μπασίστας πήγαινε φαντάρος επειδή του το πε ο μπαμπάς του , είτε γιατί ο ντράμερ είχε βρει γκόμενα, τέλος της είπε για την συμμετοχή στο κίνημα , τις πορείες, τις διαδηλώσεις, τις συγκρούσεις, τα δακρυγόνα Αυτή τον άκουγε με προσοχή και ένα χαμόγελο στα χείλη, στο τέλος του είπε -Τα μισά από αυτά να έκανες στο Αφγανιστάν θα σε κρεμούσαν -Και εδώ να με κρεμάσουν θέλανε, αποκρίθηκε γελώντας, ειδικά οι φασίστες και οιδ εξιοί, μια φορά κατουριόμουν και δεν έβρισκα μέρος και μπήκα σε μια εκκλησία , βράδυ ξες. Βγήκα τρέχοντας , με κυνηγούσε ο παπάς με τα θυμιατά στο ένα χέρι και μια καραμπίνα στο άλλο Εντελώς αυθόρμητα χωρίς να το σκεφτεί , η Σάντρα τον πλησίασε και τον φίλησε Αμέσως τραβήχτηκε πίσω όμως. Ήταν ο πρώτος άντρας που φιλούσε Κοιταχτήκανε, γελάσανε και μετά τα χείλη τους ξανασμίξανε συνεχίζεται διαβάστε εδω το επόμενο επεισόδιο |