1
Το πλοιάριο προσέγγιζε μέσα στην ομίχλη τις νήσου που βρισκόταν στο μισό θαλάσσιας απόστασης μεταξύ της Βορείου Ιρλανδίας και των ακτών της Βρετανίας Ο Σων στεκόταν στην πλώρη του πλοίου και παρατηρούσε τις ακτές. ΄Κάποια στιγμή κοίταξε το δόρυ. Ο «Γέρος» όπως των αποκαλούσαν στην καταπράσινη Νήσο ήταν απ τους καλύτερους στην κατασκευή όπλων. Αυτός του είπαν θα μπορούσε να του επισκευάσει το δορυ, πριν ξεκινήσει την περιπλάνηση του στον κόσμο. Λίγο αργότερα βρισκόταν στην καλύβα του Γέρου. Αυτός του υποσχέθηκε να του φτιάξει το δόρυ με αντίτιμο ένα πουγγί με νομίσματα. Ο Σών τον κοίταξε και του το πέταξε στον αέρα για να το πιάσει. Ο Γέρος του είπε να τον ξαναεπισκεφτει σε δυο μέρες Βγαίνοντας απ την καλύβα του Γέρου κατευθύνθηκε προς την αρχαία πόλη. Αφού περιφερόταν για λίγο άσκοπα στους δρόμους της αποφάσισε να κατευθυνθεί προς την θάλασσα Το ηλιοβασίλεμα τον βρήκε να παρατηρεί τους ψαράδες που ξεκινούσαν με τις βάρκες τους για τα ανοικτά Τους κοιτούσε να χάνονται στον ορίζοντα Ξαφνικά την γαλήνη της στιγμής διατάραξαν οι φωνές μιας γυναίκας που καλούσε σε βοήθεια Ο Σων τινάχτηκε όρθιος και κοιτούσε αριστερά δεξιά προσπαθώντας να καταλάβει από που ερχόταν αυτές οι φωνές; Συνειδηοτοποίησε πως φτάναν από το δασάκι μερικές δεκάδες μέτρα πίσω του. Έβγαλε τα δυο μαχαίρια που χε με θήκες στερεωμένα στην ζώνη του και έτρεξε προς το δασάκι Η Σέρσεη είχε βγει για κυνήγι. Μονάχη της με μόνη συντροφιά το τόξο της. Οι κάτοικοι του νησιού τρεφόταν είτε από το κυνήγι , είτε από το ψάρεμα. Η νεαρή κοπέλα είχε μείνει ορφανή από πολύ νωρίς και αναγκαζόταν να αναζητεί μόνο την τροφή για τον εαυτό της και τα δυο μικρότερα αδέρφια της Εκείνο το απόγευμα δυο συχωριανοί της την παρακολούθησαν με σκοπό να την απομονώσουν στην ηρεμία του δάσους και να την βιάσουν. Σε μια κοινωνία που λειτουργούσε με τον νόμο της Φατρίας, ποιος θα τους πείραζε αν βίαζαν μια γυναίκα που δεν ανήκε σε καμία φατρία; Η Σέρσεη έμπηξε τις φωνές. Οι δυο συχωριανοί της , που ανήκαν στην φατρία του Μώλντεν, την είχαν ήδη βάλει κάτω και είχαν ξεκινήσει να της ξεσκίζουν τα ρούχα. Η Σέρσεη ακινητοποιημένη και ημίγυμνη πλέον είχε συνειδητοποιήσει πως ήρθε το τέλος της. Θα την βίαζαν και μετά θα την σκότωναν Ο Σων όρμηξε από πίσω πάνω στους δυο χωριάτες της φατρίας του Μώλντεν. Τα μαχαίρια του κινήθηκαν επιδέξια στον αέρα πριν προσγειωθούν με δύναμη πάνω στις σάρκες τους. Αμέσως τα τράβηξε και πριν καταλάβουν οι βιαστές τι τους χτύπησε ξαναέμπηξε με γρήγορες κινήσεις τα όπλα του στις σάρκες τους. Τα σώματα τους γονάτισαν και σωριάστηκαν άψυχα πλέον στο χώμα Ο Σων άπλωσε το χέρι του και σήκωσε όρθια την κοπέλα. Έβγαλε την λεπτή του κάπα και της κάλυψε το σώμα. Ένας καμπούρης τσοπάνης παρακολουθούσε από μακριά όλη την σκηνή. Βλέποντας τα δυο μέλη της φατρίας του Μώλντεν , της οποίας ήταν σκλάβος να πέφτουν νεκρά , παράτησε το κοπάδι του και ξεκίνησε να τρέχει προς το χωριό. Λίγη ώρα αργότερα ενώ ο Σων εισερχόταν στην καλύβα της Σέρσεη και έτρωγε ένα πιάτο ζεστό φαΐ δίπλα στην φωτιά ο καμπούρης σκλάβος εξιστορούσε στον ίδιο τον Μώλντεν αυτά που είδαν τα μάτια του , ελπίζοντας πως με αυτό τον τρόπο θα κέρδιζε την εύνοια του αφεντικού του. Το μόνο που αποκόμισε ήταν αρκετές βιτσιές από τον άρχοντα του
2
Οι δυο γιοι του Μώλντεν πλησίασαν τον πατέρα τους και τον ρώτησαν τι προτιθόταν να κάνει Ο ίδιος έμοιαζε βυθισμένος σε σκέψεις Ο μεγάλος του γιος πρότεινε να επιτεθούν στην καλύβα της κοπέλας, να σκοτώσουν τον ξένο ευθυνόταν για τον θάνατο των ξαδέρφων τους και να κάψουν την κοπέλα με τα αδέλφια της μέσα στην καλύβα Το μυαλό του Μώλντεν όμως πήγε στην φατρία του Βάρις και του Λοστερ Οι σχέσεις των Μώλντεν μαζί τους βρισκόταν σε άσχημο σημείο και η ειρήνη κρεμόταν από μια κλωστή Οι Μώλντεν είχαν κλέψει αρκετά ζώα από τις δυο άλλες φατρίες τελευταία και αυτές ζητούσαν αποζημίωση. Ο Μώλντεν θέλοντας να κερδίσει χρόνο τους υποσχέθηκε να μιλήσει με όλα τα ανώτατα μέλη της φατρίας του πριν τους απαντήσει Παράλληα είχε επισημανει σε όλη την φατρία να ειναι ιδιαίτερα προσεκτικοι αυτό το διάστημα και τωρα βλαστημούσε τους δυο νεκρούς που τον μπλέξαν σε μια τέτοια υπόθεση Ο μεγάλος του γιος του επεσήμανε πως θα φαινόταν αδύναμος αν δεν απαντούσε στον θάνατο των μελών τους. Ο μικρός όμως του επεσήμανε πως ο χρόνος κυλούσε χωρίς να δίδεται απάντηση στους εχθρούς τους οι οποίοι πλέον καραδοκούσαν για μια αφορμή ώστε να τους επιτεθούν Ο Μώλντεν γνώριζε πως μπροστά στις ενωμένες δυνάμεις των Βάρις και Λόστερ δεν θα είχαν καμιά τύχη αν εμπλεκόταν σε μάχη Βγήκε στην βεράντα του παλατιού του και κοίταξε τον καθαρό έναστρο ουρανό στο βάθος σκεφτικός. Ως το πρωί έπρεπε να βρει μια λύση
3
Το πρώτο φως του ήλιου έμπαινε απ τις χαραμάδες της μιρκής καλύβας. Ο Σων ξύπνησε με την Σέρσει στην αγκαλιά του. Περάσαν το βράδυ στο ίδιο κρεββάτι και για πρώτη φορά είχαν νιώσει την χαρά του έρωτα και οι δυο τους.
Η Σέρσει άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε. Του χαμογέλασε και τα ξανάκλεισε, όμως σύντομα είχε τιναχθεί απ΄το κρεββάτι και ντυνόταν. Οι δουλειές της μέρας δεν μπορούσαν να περιμένουν. Και ο Σων έπρεπε να πάει στον Γέρο να παραλάβει το δόρυ του Φιληθήκαν, έκανε λίγο πλάκα με τα μικρά της αδέρφια που τους βλέπαν και χαχανίζαν πονηρά και άνοιξε την πόρτα να βγει έξω. Εκεί αντίκρισε γύρω στους 20 βαριά οπλισμένους άντρες της Φατρίας του Μώλντεν Οι άντρες έκαναν ένα άνοιγμα και ανάμεσα τους πέρασε ο ίδιος ο Μώλντεν με τους γιους του. Τον κατηγόρησαν για τον φόνο των μελών της φατρίας τους και του ζήτησαν να τους ακολουθήσει χωρίς προβλήματα. Αμέσως οι οπλισμένοι άντρες πέσαν πάνω του και τον συνέλαβαν δένοντας του πισθάγκωνα σφιχτά τα χέρια του με χοντρό σκοινί σε ναυτικό κόμπο. Καθώς τον έπαιρναν ο Σων γύρισε και κοίταξε την Σέρσει που χε μείνει πίσω με τον Μώλντεν και τον Ράιαν τον μεγαλύτερο γιο του. Η κοπέλα ήξερε πως η τιμωρία του θα ταν ο θάνατος. Τον κοιτούσε να χάνεται με λύπη στα μάτια της Ο Μώλτνεν χάιδεψε τα δυο αδελφάκια της. Μετά την ακούμπησε ελαφρά στην πλα΄τη και μπήκαν όλοι στο εσωτερικό της καλύβας Εκεί την φοβέρισε πως θα μπορούσε να κατηγορηθεί ως συνένοχος του Ξένου, του Σων, όμως είχε σκεφτεί μια καλύτερη λύση που θα τους συνέφερε όλους. Να παντρευτεί τον γιο του, τον Ράιαν Η Σέρσει ήθελε να διαμαρτυρηθεί και να αρνηθεί, γνώριζε όμως πως στην θέση που είχε περιέλθει οι επιλογές της περιορίζοταν στο να πει το «ναι» αν ήθελε να κρατήσει το κεφάλι της στην θέση του Ο Μώλντεν με τον Ράιαν βγήκαν χαμογελώντας απ την καλύβα. Ο γάμος του με την Σέρσει ήταν μια λύση που δεν θα έδινε την αφορμή στους Βάρις και τους Λόστερ να επιτεθούν Δυο άντρες μέσα απ΄τις φυλλωσιές με καλυμμένα τα κεφάλια τους με τις κουκούλες απ το πανωφόρι τους παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα στην καλύβα. Λίγες ώρες αργότερα δίναν την αναφορά τους στον Άρχοντα Βάρις που άκουγε σκεφτικός. Μόλις τελειώσαν αντάμειψε με ένα πουγγί νομίσματα τους πράκτορες του και τους αμόλησε ξανά πίσω στην περιοχή του Μώλντεν. Ζήτησε να του σελώσουν το άλογο και ξεκίνησε με συνοδεία των πιο πιστών του παλικαριών για την περιοχή του Λόστερ
4
Ο Σων παρέμενε δεμένος σε κλουβί φτιαγμένο από καλαμιές. Οι χωριανοί τον περιεργάζονταν χλευάζοντας τον και προσπαθώντας να του δημιουργήσουν φόβο για την επερχόμενη εκτέλεση του Το ταξίδι του ως μαχητής στον κόσμο θα τέλειωνε τόσο άδοξα σκέφτηκε Μετά θυμήθηκε πως έσωσε μια κοπέλα από βιασμό , πως γνώρισε πριν λίγες ώρες την χαρά του έρωτα, την χαρά της ζωής. Δεν ένιωθε ενοχές, είχε κάνει το σωστό και οι άρχοντες αυτού του κόσμου τον τιμωρούσαν. Το επόμενο πρωινό θα τοποθετούσαν το κεφάλι του σε έναν κορμό δέντρου και ο δήμιος με ένα τσεκούρι θα του το έκοβε χαρίζοντας στο πλήθος που τώρα του πετούσε πέτρες ένα μοναδικό θέαμα Ο Κλιφ, ο μικρός γιος του Μώλντεν πλησίασε το υπαίθριο κελί του Σών και οι χωριανοί υποκλίθηκαν μπροστά του, σταματώντας να προσπαθούν με πέτρες να τον πετύχουν ανάμεσα απ τα ανοίγματα των καλαμιών Στάθηκε έξω από το κελί και τον κοίταξε γελώντας Τον περιέπαιξε πριν του πει πως η αγαπημένη του το βράδυ θα αρραβωνιαζόταν τον αδερφό του και με το πρώτο φως του ήλιου αυτός θα έχανε την ζωή του Ο Σων έμεινε αμίλητος Αρκετά χιλιόμετρα μακρύτερα ο Λόστερ υποδεχόταν τον Βάρις. Η περιοχή του Μώλντεν στο δυτικό κομμάτι του νησιού, ήταν η έμμονη και των δυο μιας και βρισκόταν πολύ κοντα στις ακτές της Ιρλανδίας. Αν την έβαζαν το χέρι τότε θα μπορούσαν να κάνουν εμπόριο και με την Βρετανία στα Ανατολικά όπου βρισκόταν οι περιοχές τους αλλά και με την Ιρλανδία. Τα κέρδη τους θα αυξανόταν και δεν θα χαν να ανησυχούν για Τρίτη φατρία σε ένα μικρό νησί που μετά βίας χωρούσε δυο φατρίες Ο Λόστερ άκουγε σκεπτικός τον Βάρις. Γνώριζε πως λίγο καιρό αφότου βγάζαν απ την μέση τον Μώλντεν ο Βάρις θα στρεφόταν εναντίων του ώστε να μονοπωλήσει την εκμετάλλευση του νησιού. Θα θελε να σκεφτεί και ο ίδιος κάτι παρόμοιο , όμως γνώριζε πως ήταν ισχυρότερος από τον Μώλντεν αλλά πιο αδύναμος από τον Βάρις Ο Βάρις του πρότεινε το βράδυ που ήταν καλεσμένοι στους αρραβώνες του γιου του Μώλντεν να κάνουν την κίνηση τους Ο Λόστερ δίστασε ρωτώντας τον πως θα δρούσαν; Το σχέδιο του Βάρις ήταν πανούργο. Είχε καταφέρει να χώσει στο παλάτι του Μώλντεν έναν άνθρωπο του. Αυτός θα φρόντιζε να ρίξει δηλητήριο στο κρασί. Οι δυο τους το μόνο που θα χρειαζόταν να κάνουν θα ταν να μην πιουν από το κρασί που θα τους πρόσφεραν. Μόλις πέφταν νεκροί όλοι στο παλάτι οι πολεμιστές των φατριών τους που εν τωμεταξύ θα χαν παραταχθεί έξω από την περιοχή θα εισέβαλλαν κατατροπόνοντας κάθε αντίσταση Ο Λόστερ συμφώνησε. Ο Βάρις τον αποχαιρέτησε αφήνοντας τον σκεφτικό στον θρόνο του. Αμέσως μετά την αποχώρηση του από ένα παραβάν στο πλάι της αίθουσας βγήκε ο Ράιαν που κοίταξε χαμογελώντας τον Λόστερ. Ο Λόστερ κούνησε το κεφάλι του. Θα ταν προτιμότερο να υπάρχουν δυο ισοδύναμες φατρίες στο νησί παρά μια ισχυρή και μια ανίσχυρη 5 Ο γάμος στο παλάτι του Μώλντεν βρισκόταν στο αποκορύφωμα του Ο Κλιφ φιλούσε συνεχώς την νύφη που καθόταν δίπλα του Ο Μωλντεν με τον Ράιαν δείχναν κάπως ανύσηχοι Έξω από την πόλη συγκεντρώθηκαν οι στρατιές των Λόστερ και Βάρις Οι δυο άρχοντες καθόταν στην αίθουσα του θρόνου και αντάλασσαν ευχές με τον Μώλντεν Κάποια στιγμή οι υπηρέτες έφεραν και σέρβιραν κρασί στους καλεσμένους Ο Μώλντεν σηκώθηκε τείνοντας ψηλά το ποτήρι του και κάνοντας πρόποση Ο Βάρις κοίταξε πονηρά τον Λόστερ. Ο Μώλντεν κατέβασε μονορούφι το κρασί του και ύστερα γελώντας ζήτησε από τους υπηρέτες να του το ξαναγεμίσουν Ο Λώστερ τον μιμήθηκε κάνοντας τον Βάρις να αλλάξει χρώμα Ο Μωλντεν σηκώθηκε απ την θέση του και τον πλησίασε Στάθηκε μπροστά του και του χαμογέλασε ενώ με ένα μαχαίρι από πίσω ο μεγάλος του γιος ο Κλιφ του έκοβε τον λαιμό Την ίδια στιγμή οι πύλες της πόλης άνοιγαν και ο στρατός του Μώλντεν χτυπούσε τους άντρες του Λόστερ. Παράλληλα οι δυνάμεις του Βάρις που βρισκόταν ήδη έξω πλευροκοπούσαν επίσης τον στρατό του Λώστερ Ο επικεφαλής του στρατού του νεκρού άρχοντα κατάλαβε πως προδόθηκαν και πως πέσανε σε παγίδα. Διέταξε οπισθοχώρηση με την ελπίδα να περισώσει ότι μπορούσε
Πάνω στον πανικό που επικράτησε η Σέρσεη ξεγλίστρησε από το παλάτι και προσέγγισε το κλουβί που είχαν φυλακίσει τον Σων. Πρόσφερε λίγο κρασί με υπνωτικό στους δυο φρουρούς του οι οποίοι πέσανε λιπόθυμοι μετά από μερικές γουλιές.
Άνοιξε το κλουβί και αγκαλιάστηκε με τον Σών Του είπε πως έπρεπε να εγκαταλείψουν το συντομότερο την πόλη Ο Σων της ζήτησε να τον περιμένει στην καλύβα της με τα αδέρφια της. Μετά κίνησε προς το εργαστήρι του Γέρου, φαντάστηκε πως το δόρυ του θα ταν ήδη έτοιμο ‘Εσπασε την πόρτα και το πήρε. Στεναχωρήθηκε που δεν είχε πάνω του χρήματα να του αφήσει ως ανταμοιβή. Κίνησε τρέχοντας μέσα στον πανικό προς την καλύβα της Σέρσεη έξω απ την πόλη. Αναγκάστηκε να περάσει μέσα από το πεδίο της μάχης Ένας γιγαντόσωμος άντρας, ο Μπιφ, απ τον στρατό του νεκρού Λώστερ, πολεμούσε μανιασμένα , προσπαθώντας να κρατήσει με την ομάδα του τους εχθρούς τους καθηλωμένους ώστε να επιτρέψει την οπισθοχώρηση των συντρόφων τους Ο Σων βρέθηκε δίπλα του και χτυπούσε με το δόρυ του όσους τους επιτίθενται Ο Μπιφ τον κοίταξε παραξενεμένος . Ποιος ήταν αυτός ο άγνωστος που τους βοηθούσε; Κατάφεραν κάποια στιγμή να απωθήσουν τους αντίπαλους τους πίσω απ την πύλη της πόλης όπου ανασυντάσσονταν για να ξαναεπιτεθούν Ο Σων χαιρέτησε τον Μπιφ και κίνησε για την καλύβα
Φτάνοντας εκεί την βρήκε να καίγεται. Έτρεξε και έξω απ αυτήν βρήκε σφαγιασμένους την Σέρσει και τα αδέρφια της
Κοίταξε στον ορίζοντα και είδε τον Κλίφ και τον Ράιαν συνοδευόμενους από ιππείς να απομακρύνονται από το σημείο Κατέρρευσε κλαίγοντας πάνω απ τα νεκρά σώματα. Η ομάδα του Μπίφ εμφανίστηκε μπροστά του Οι στρατοί των Μώλντεν και του Βάρις αντεπιτέθηκαν, όμως ο κύριος όγκος του στρατού του Λόστερ είχε ήδη απομακρυνθεί , όχι όμως και η ομάδα του Μπίφ που χε αποκλειστεί με την πλάτη στην ακρογιαλιά Ο γιγαντιαίος μαχητής σήκωσε τον Σων όρθιο και τον παρακάλεσε να πολεμήσει μαζί τους. Ο Σων είδε τον μεγάλο όγκο των δυο στρατών να προσεγγίζει την ομάδα Δεν υπήρχε περιθώριο νίκης. Πρότεινε στον Μπιφ να τον ακολουθήσει στην ακρογιαλιά Φτάνοντας εκεί αντίκρισαν το πλοιάριο που τον έφερε απ την Ιρλανδία στο νησί Μόλις την τελευταία στιγμή κατάφεραν να βγουν στα ανοικτά γλιτώνοντας απ την οργή των φατριών των Μώλντεν και των Βάρις Μόλις διέφυγαν τον κίνδυνο ο Σων κατέρρευσε απ τον πόνο για τον θάνατο της Σέρσεη αν και γνώριζε πως εκείνη η κοπέλα του δώσε με τον τρόπο της την δύναμη να συνεχίσει το ταξίδι του στον κόσμο
0 Comments
|
Details
AuthorWrite something about yourself. No need to be fancy, just an overview. ArchivesCategories |