η PAKET VISION παρουσιάζει
LATINO BALKANOS - ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ
Επεισόδιο 5
Ο Λάμπρος στάθηκε έξω από την τράπεζα στην κεντρική πλατεία της Βηρητού.
Έφτιαξε το κοστούμι του και τα γυαλιά ηλίου του.
Άναψε τσιγάρο και κοίταξε προς την την είσοδό της. Ακόμη δεν ήταν σίγουρος. Η λογική του έλεγε πως το σχέδιό του θα πετύχαινε, αλλά το ένστικτό του του έλεγε να το αναβάλλει.
Έβαλε το χέρι του στην τσέπη και έπιασε το τελευταίο του χαρτονόμισμα. Ήταν ταπί και αν δεν έβαζε σήμερα σε εφαρμογή το σχέδιο του, θα έμενε όχι μόνο εγκλωβισμένος στο Λίβανο αλλά και πεινασμένος.
Ο Αχμέτ κοντοστάθηκε στην γωνία της τράπεζας. Έκανε περίπου τις ίδιες σκέψεις με το Λάμπρο και μετά, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, κοίταξε αριστερά και δεξιά , έφτιαξε το κοστούμι του και τα γυαλιά ηλίου του και προχώρησε προς το εσωτερικό της.
Χωρίς να αντιληφθεί την παρουσία του Αχμέτ από τα πλάγιά του, κινήθηκε και οΛάμπρος προς το εσωτερικό της τράπεζας. Λίγο πριν εισέλθει, πήρε μια βαθιά τζούρα από το τσιγάρο του και το πέταξε.
Μόλις μπήκε έβγαλε δυο πιστόλια που είχε στερεωμένα στη μέση του κάτω από το σακάκι του και φώναξε:
-" Ακίνητοι όλοι. Ληστεία."
Και κοίταξε τον μελαμψό Λιβανέζο ταμία που ξεφύσηξε και χαμογέλασε:
-" Τι γελάς βρε ηλίθιε; ", τον ρώτησε
-" Ταινία γυρνάτε, ε; Γιατί δεν μας ειδοποιήσατε; ", αποκρίθηκε ο ταμίας
Ο Λάμπρος έκανε έναν μορφασμό απορίας και ο ταμίας του 'δείξε με το δάχτυλό του να κοιτάξει πίσω του, στο απέναντι ταμείο της τράπεζας.
Ο Λάμπρος γύρισε και είδε τον Αχμέτ να το αδειάζει, επίσης υπό την απειλή δυο πιστολιών.
-" Εεεε, τι κάνεις εκεί; ", φώναξε.
Ο Τούρκος γύρισε και τον σημάδεψε. Ο Λάμπρος ύψωσε τα όπλα του και τον σημάδεψε επίσης.
-" Ποιος είσαι εσύ; ", φώναξε ο Αχμέντ.
-" Το ίδιο θα σε ρωτούσα και 'γω ".
-" Αν δεν το χεις καταλάβει ληστεύω την τράπεζα ".
-" Μια απο τα ίδια μεγάλε , και θα σε συμβούλευα ν' αφήσεις τις τσάντες και να έρθεις κάποια άλλη μέρα ".
-" Επειδή το λες εσύ ξένε; "
-" Ξένος; Δεν μου μοιάζεις για αυτό που λέμε Λιβανέζος για να λες εμένα ξένο. "
-" Εγώ μεγάλε είμαι Τούρκος και όλα αυτά τα εδάφη κάποτε ήταν δικά μας".
-" Μωρ' τι μας λές; Κι εγώ είμαι Έλληνας και ήμασταν στον Λίβανο πολύ πριν εμφανιστείτε εσείς, μεμέτια! "
Ο ταμίας διαμαρτυρήθηκε φωνάζοντας:
-" Πρόσεχε τα λόγια σου!"
-" Τι πρόβλημα έχεις εσύ; ", τον ρώτησε ο Λάμπρος.
-" Σε μουσουλμανική χώρα είσαι", πρόσεχε πως μιλάς.
-" Δεν έχει να προσέξει τίποτα, άλλωστε έφευγε τώρα ", φώναξε ο Αχμέτ.
Ο Λάμπρος τσατίστηκε και πυροβόλησε μια φορά σημαδεύοντας ξυστά το σώμα του Αχμέτ. Ο Τούρκος τρόμαξε και τινάχτηκε λίγο. Μόλις συνήλθε περπάτησε με γρήγορο βήμα προς το μέρος του Λάμπρου σημαδεύοντας τον.
-" Θα σε σκοτώσω ρε και θα το χω αμαρτία " , του φώναζε, " φύγε λέμε, αν δεν κλέψω αυτή την τράπεζα, θ' αφήσω τα κόκκαλά μου εδώ πέρα, είμαιεντελώς ταπί ", τού 'πε φτάνοντας ακριβώς μπροστά του και καρφώνοντας του το ένα πιστόλι στο μέτωπο.
Έφτιαξε το κοστούμι του και τα γυαλιά ηλίου του.
Άναψε τσιγάρο και κοίταξε προς την την είσοδό της. Ακόμη δεν ήταν σίγουρος. Η λογική του έλεγε πως το σχέδιό του θα πετύχαινε, αλλά το ένστικτό του του έλεγε να το αναβάλλει.
Έβαλε το χέρι του στην τσέπη και έπιασε το τελευταίο του χαρτονόμισμα. Ήταν ταπί και αν δεν έβαζε σήμερα σε εφαρμογή το σχέδιο του, θα έμενε όχι μόνο εγκλωβισμένος στο Λίβανο αλλά και πεινασμένος.
Ο Αχμέτ κοντοστάθηκε στην γωνία της τράπεζας. Έκανε περίπου τις ίδιες σκέψεις με το Λάμπρο και μετά, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, κοίταξε αριστερά και δεξιά , έφτιαξε το κοστούμι του και τα γυαλιά ηλίου του και προχώρησε προς το εσωτερικό της.
Χωρίς να αντιληφθεί την παρουσία του Αχμέτ από τα πλάγιά του, κινήθηκε και οΛάμπρος προς το εσωτερικό της τράπεζας. Λίγο πριν εισέλθει, πήρε μια βαθιά τζούρα από το τσιγάρο του και το πέταξε.
Μόλις μπήκε έβγαλε δυο πιστόλια που είχε στερεωμένα στη μέση του κάτω από το σακάκι του και φώναξε:
-" Ακίνητοι όλοι. Ληστεία."
Και κοίταξε τον μελαμψό Λιβανέζο ταμία που ξεφύσηξε και χαμογέλασε:
-" Τι γελάς βρε ηλίθιε; ", τον ρώτησε
-" Ταινία γυρνάτε, ε; Γιατί δεν μας ειδοποιήσατε; ", αποκρίθηκε ο ταμίας
Ο Λάμπρος έκανε έναν μορφασμό απορίας και ο ταμίας του 'δείξε με το δάχτυλό του να κοιτάξει πίσω του, στο απέναντι ταμείο της τράπεζας.
Ο Λάμπρος γύρισε και είδε τον Αχμέτ να το αδειάζει, επίσης υπό την απειλή δυο πιστολιών.
-" Εεεε, τι κάνεις εκεί; ", φώναξε.
Ο Τούρκος γύρισε και τον σημάδεψε. Ο Λάμπρος ύψωσε τα όπλα του και τον σημάδεψε επίσης.
-" Ποιος είσαι εσύ; ", φώναξε ο Αχμέντ.
-" Το ίδιο θα σε ρωτούσα και 'γω ".
-" Αν δεν το χεις καταλάβει ληστεύω την τράπεζα ".
-" Μια απο τα ίδια μεγάλε , και θα σε συμβούλευα ν' αφήσεις τις τσάντες και να έρθεις κάποια άλλη μέρα ".
-" Επειδή το λες εσύ ξένε; "
-" Ξένος; Δεν μου μοιάζεις για αυτό που λέμε Λιβανέζος για να λες εμένα ξένο. "
-" Εγώ μεγάλε είμαι Τούρκος και όλα αυτά τα εδάφη κάποτε ήταν δικά μας".
-" Μωρ' τι μας λές; Κι εγώ είμαι Έλληνας και ήμασταν στον Λίβανο πολύ πριν εμφανιστείτε εσείς, μεμέτια! "
Ο ταμίας διαμαρτυρήθηκε φωνάζοντας:
-" Πρόσεχε τα λόγια σου!"
-" Τι πρόβλημα έχεις εσύ; ", τον ρώτησε ο Λάμπρος.
-" Σε μουσουλμανική χώρα είσαι", πρόσεχε πως μιλάς.
-" Δεν έχει να προσέξει τίποτα, άλλωστε έφευγε τώρα ", φώναξε ο Αχμέτ.
Ο Λάμπρος τσατίστηκε και πυροβόλησε μια φορά σημαδεύοντας ξυστά το σώμα του Αχμέτ. Ο Τούρκος τρόμαξε και τινάχτηκε λίγο. Μόλις συνήλθε περπάτησε με γρήγορο βήμα προς το μέρος του Λάμπρου σημαδεύοντας τον.
-" Θα σε σκοτώσω ρε και θα το χω αμαρτία " , του φώναζε, " φύγε λέμε, αν δεν κλέψω αυτή την τράπεζα, θ' αφήσω τα κόκκαλά μου εδώ πέρα, είμαιεντελώς ταπί ", τού 'πε φτάνοντας ακριβώς μπροστά του και καρφώνοντας του το ένα πιστόλι στο μέτωπο.
Ένας από τους πελάτες της τράπεζας, ο οποίος φορούσε κελεμπία και ήταν ξαπλωμένος όπως όλοι οι πελάτες στο έδαφος ζήτησε τον λόγο.
-" Κύριοι, αν μου επιτρέπετε. Σκεφτείτε λογικά και πρακτικά. Αντί να αψιμαχείτε, μπορείτε να κλέψετε μαζί την τράπεζα και να μοιραστείτε τα λάφυρα ".
Οι δυο βαλκάνιοι γύρισαν και τον κοίταξαν δίχως να πάρει ο ένας το πιστόλι από το μέτωπο του άλλου. Μετά κοιτάχτηκαν.
-" Σαν να έχει δίκιο ", είπε ο Αχμέτ.
Ο Λάμπρος κούνησε αμήχανα το κεφάλι του.
-" Αν είναι να ξεκολάμε από αυτό το αδιέξοδο...".
-" Δεν θά 'ναι πρώτη φορά που ένας Τούρκος και ένας Έλληνας θα συνεργαστούν".
-" Όπως στους σεισμούς παλιά, ε;"
-" Ναι, και πού ξέρεις, μόλις φύγουμε απο δω, μπορεί να χορέψουμε και κανένα ζειμπεκικο".
Ο πελάτης με την κελεμπία χαμογέλασε με το πονηρό του βλέμμα, ενώ με τρόπο κοίταξε τον ταμία και του έκανε νόημα. Ο ταμίας έφερε το δάχτυλο του στο κουμπί-συναγερμό που βρισκόταν κάτω από τον γκισέ και το πίεσε απαλά ειδοποιώντας έτσι την αστυνομία.
Οι δυο άντρες γεμίσαν από μιά τσάντα με λεφτά. Μετά πλησίασαν την είσοδο της τράπεζας και κοιτάχτηκαν.
-" Έτοιμος Ελληνα; "
-" Γεννήθηκα έτοιμος, Τούρκε".
-" Πάμε να τελειώνουμε ".
-" Ας το κάνουμε με στυλ".
-" Πώς δηλαδή; "
-" Πρόσεχε και κάνε ότι κάνω", είπε ο Λάμπρος και άρχισε να προχωράει σαν να χορεύει φανκ.
Ο Αχμέτ χαμογέλασε. Η έκσταση από την αρπαγή των χρημάτων τον συνεπήρε και ακολούθησε μιμούμενος τον Λάμπρο.
Βγήκαν μαζί από την τράπεζα. Κατέβαιναν τα σκαλιά που οδηγούσαν στην κεντρική πλατεία
-" Τι αμάξι έχεις; ", ρώτησε ο Λάμπρος
-" Μια Λαμποργκίνι, την νοίκιασα χτες με πλαστά στοιχεία. Εσύ; "
-" Πάμε να ξεκουμπιστούμε με την Λαμποργκίνι."
Ο Αχμέτ έκανε να χαμογελάσει αλλά σάστισε. Το βλέμμα του πάγωσε.
Από το βάθος της πλατείας ακούστηκαν σειρήνες και εμφανίστηκαν περιπολικά και οχήματα τω ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας του Λιβάνου.
Από τα περιπολικά και τα θωρακιμένα οχήματα έβγαιναν αστυνομικοί οπλισμένοι με κάθε είδους οπλισμό. Έμοιαζαν περισσότρο με κομάντος. Ντυμένοι με σκούρες ραφ γκρι άσπρες στολές παραλλαγής και με κόκκινους και πράσινους μπερέδες στο κεφάλι.
Ο Αχμέτ και ο Λάμπρος κοιτάχτηκαν φοβισμένοι.
-""Δεν είχα κάτι τέτοιο στο μυαλό μου όταν οργάνωνα την ληστεία", ψέλλισε ο Αχμέτ.
-" Μαλάκα , αν δεν μας σκοτώσουν θα αφήσουμε τα κόκκαλα μας εδώ πέρα", μονολόγησε ο Λάμπρος.
-" Εγώ φυλακή δεν ξαναπάω", είπε ο Αχμέτ.
Έκαναν μεταβολή, αλλά αντίκρυσαν και πίσω τους ισάριθμες δυνάμεις της λιβανέζικης αστυνομίας.
-" Σκατά, που την πάρκαρες την Λμαποργκίνι;"
Ο Αχμέτ έδειξε το πάρκο. Μιά κίτρινη σπόρ Λαμποργκίνι ήταν παρκαρισμένη.
Από την πλευρά των αστυνομικών εμφανίστηκε ένας 45χρονος που έδειχνε επικεφαλής και κρατούσε έναν τηλεοβόα.
-" Είστε περικυκλώμενοι. Εν ονομάτι της αστυνομίας της Βυρηττού πετάξτε τα όπλα και τους σάκους σας και παραδοθείτε".
Οι δυο τους με αργά βήματα οπισθοχωρούσαν προς την Λαμποργκίνι. Ο Αχμέτ του φώναξε:
-"Φυλακή δεν ξαναπάω αδερφέ!"
-" Τότε, φώναξε ο επικεφαλής, " οι σφαίρες μας θα καλύψουν τον ήλιο".
Ο Λάμπρος χαμογέλασε και του απάντησε φωνάζοντας:
-" Ωραία, τότε θα πολεμήσουμε στην σκιά".
Ο Αχμέτ τον κοίταξε απορημένος.
-" Είναι δυνατόν να είσαι τόσο μαλάκας για Έλληνας;"
-"Γιατί τι έκανα;"
-"Τους τσάτισες".
-" Σιγά μη τους τσάτισα..."
Οι λέξεις του Λάμπρου διακόπηκαν από έναν καταιγισμό πυροβολισμών που ξεκίνησε η αστυνομία εναντίον τους.
Οι δυο τους έσκυψαν.
-" Γρήγορα στο αμάξι ", φώναξε ο Αχμέντ.
Τρέξανε σκυφτοί και μπήκανε μέσα στο αμάξι.
Ο Αχμέντ έβαλε μπροστά , μάρσαρε και μετά έβαλε ταχύτητα. Κατευθύνθηκε πάνω στο μπλόκο της αστυνομίας.
-"Τι προσπαθείς να κάνεις;" , ρώτησε ο Λάμπρος
-" Ό,τι μού 'ρθει".
Πίεσε κι άλλο το γκάζι και χτύπησε ένα θωρακισμένο τζιπ που έκλεινε το πέρασμα. Η Λαμποργκίνι πέρασε το μπλόκο, αλλά έκανε δύο κύκλους γύρω από τον άξονα της μέσα στην μέση του δρόμου πριν ακινητοποιηθεί.
Οι δυο ληστές κοιτάχτηκαν.
-"Ως εδώ πάμε καλά" , μονολόγησε ο Αχμέτ.
-" Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που πέφτει και κάθε λίγο λέει, «ως εδώ πάμε καλά» ".
-" Ποιος πέφτει; "
-" Δεν έχεις δει την ταινία "Το Μίσος; "
-" Τι είναι το Μίσος;"
Ο Λάμπρος ξεφύσηξε.
-" Κύριοι, αν μου επιτρέπετε. Σκεφτείτε λογικά και πρακτικά. Αντί να αψιμαχείτε, μπορείτε να κλέψετε μαζί την τράπεζα και να μοιραστείτε τα λάφυρα ".
Οι δυο βαλκάνιοι γύρισαν και τον κοίταξαν δίχως να πάρει ο ένας το πιστόλι από το μέτωπο του άλλου. Μετά κοιτάχτηκαν.
-" Σαν να έχει δίκιο ", είπε ο Αχμέτ.
Ο Λάμπρος κούνησε αμήχανα το κεφάλι του.
-" Αν είναι να ξεκολάμε από αυτό το αδιέξοδο...".
-" Δεν θά 'ναι πρώτη φορά που ένας Τούρκος και ένας Έλληνας θα συνεργαστούν".
-" Όπως στους σεισμούς παλιά, ε;"
-" Ναι, και πού ξέρεις, μόλις φύγουμε απο δω, μπορεί να χορέψουμε και κανένα ζειμπεκικο".
Ο πελάτης με την κελεμπία χαμογέλασε με το πονηρό του βλέμμα, ενώ με τρόπο κοίταξε τον ταμία και του έκανε νόημα. Ο ταμίας έφερε το δάχτυλο του στο κουμπί-συναγερμό που βρισκόταν κάτω από τον γκισέ και το πίεσε απαλά ειδοποιώντας έτσι την αστυνομία.
Οι δυο άντρες γεμίσαν από μιά τσάντα με λεφτά. Μετά πλησίασαν την είσοδο της τράπεζας και κοιτάχτηκαν.
-" Έτοιμος Ελληνα; "
-" Γεννήθηκα έτοιμος, Τούρκε".
-" Πάμε να τελειώνουμε ".
-" Ας το κάνουμε με στυλ".
-" Πώς δηλαδή; "
-" Πρόσεχε και κάνε ότι κάνω", είπε ο Λάμπρος και άρχισε να προχωράει σαν να χορεύει φανκ.
Ο Αχμέτ χαμογέλασε. Η έκσταση από την αρπαγή των χρημάτων τον συνεπήρε και ακολούθησε μιμούμενος τον Λάμπρο.
Βγήκαν μαζί από την τράπεζα. Κατέβαιναν τα σκαλιά που οδηγούσαν στην κεντρική πλατεία
-" Τι αμάξι έχεις; ", ρώτησε ο Λάμπρος
-" Μια Λαμποργκίνι, την νοίκιασα χτες με πλαστά στοιχεία. Εσύ; "
-" Πάμε να ξεκουμπιστούμε με την Λαμποργκίνι."
Ο Αχμέτ έκανε να χαμογελάσει αλλά σάστισε. Το βλέμμα του πάγωσε.
Από το βάθος της πλατείας ακούστηκαν σειρήνες και εμφανίστηκαν περιπολικά και οχήματα τω ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας του Λιβάνου.
Από τα περιπολικά και τα θωρακιμένα οχήματα έβγαιναν αστυνομικοί οπλισμένοι με κάθε είδους οπλισμό. Έμοιαζαν περισσότρο με κομάντος. Ντυμένοι με σκούρες ραφ γκρι άσπρες στολές παραλλαγής και με κόκκινους και πράσινους μπερέδες στο κεφάλι.
Ο Αχμέτ και ο Λάμπρος κοιτάχτηκαν φοβισμένοι.
-""Δεν είχα κάτι τέτοιο στο μυαλό μου όταν οργάνωνα την ληστεία", ψέλλισε ο Αχμέτ.
-" Μαλάκα , αν δεν μας σκοτώσουν θα αφήσουμε τα κόκκαλα μας εδώ πέρα", μονολόγησε ο Λάμπρος.
-" Εγώ φυλακή δεν ξαναπάω", είπε ο Αχμέτ.
Έκαναν μεταβολή, αλλά αντίκρυσαν και πίσω τους ισάριθμες δυνάμεις της λιβανέζικης αστυνομίας.
-" Σκατά, που την πάρκαρες την Λμαποργκίνι;"
Ο Αχμέτ έδειξε το πάρκο. Μιά κίτρινη σπόρ Λαμποργκίνι ήταν παρκαρισμένη.
Από την πλευρά των αστυνομικών εμφανίστηκε ένας 45χρονος που έδειχνε επικεφαλής και κρατούσε έναν τηλεοβόα.
-" Είστε περικυκλώμενοι. Εν ονομάτι της αστυνομίας της Βυρηττού πετάξτε τα όπλα και τους σάκους σας και παραδοθείτε".
Οι δυο τους με αργά βήματα οπισθοχωρούσαν προς την Λαμποργκίνι. Ο Αχμέτ του φώναξε:
-"Φυλακή δεν ξαναπάω αδερφέ!"
-" Τότε, φώναξε ο επικεφαλής, " οι σφαίρες μας θα καλύψουν τον ήλιο".
Ο Λάμπρος χαμογέλασε και του απάντησε φωνάζοντας:
-" Ωραία, τότε θα πολεμήσουμε στην σκιά".
Ο Αχμέτ τον κοίταξε απορημένος.
-" Είναι δυνατόν να είσαι τόσο μαλάκας για Έλληνας;"
-"Γιατί τι έκανα;"
-"Τους τσάτισες".
-" Σιγά μη τους τσάτισα..."
Οι λέξεις του Λάμπρου διακόπηκαν από έναν καταιγισμό πυροβολισμών που ξεκίνησε η αστυνομία εναντίον τους.
Οι δυο τους έσκυψαν.
-" Γρήγορα στο αμάξι ", φώναξε ο Αχμέντ.
Τρέξανε σκυφτοί και μπήκανε μέσα στο αμάξι.
Ο Αχμέντ έβαλε μπροστά , μάρσαρε και μετά έβαλε ταχύτητα. Κατευθύνθηκε πάνω στο μπλόκο της αστυνομίας.
-"Τι προσπαθείς να κάνεις;" , ρώτησε ο Λάμπρος
-" Ό,τι μού 'ρθει".
Πίεσε κι άλλο το γκάζι και χτύπησε ένα θωρακισμένο τζιπ που έκλεινε το πέρασμα. Η Λαμποργκίνι πέρασε το μπλόκο, αλλά έκανε δύο κύκλους γύρω από τον άξονα της μέσα στην μέση του δρόμου πριν ακινητοποιηθεί.
Οι δυο ληστές κοιτάχτηκαν.
-"Ως εδώ πάμε καλά" , μονολόγησε ο Αχμέτ.
-" Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που πέφτει και κάθε λίγο λέει, «ως εδώ πάμε καλά» ".
-" Ποιος πέφτει; "
-" Δεν έχεις δει την ταινία "Το Μίσος; "
-" Τι είναι το Μίσος;"
Ο Λάμπρος ξεφύσηξε.
-" Αν γλιτώσουμε ποτέ, θύμησέ μου να σε δείρω".
15 λεπτά αργότερα, η Λαμποργκίνι έτρεχε με ιλλιγγιώδη ταχύτητα σε έναν δρόμο μέσα στην έρημο. Θα έλεγε κανείς πως την καταδίωκαν όλα σχεδόν τα οχήματα της αστυνομίας της Βηρυτού.
-" Ηλίθιε" , φώναζε μέσα στο αμάξι ο Λάμπρος.
-" Θες να οδηγήσεις εσύ μήπως; "
-" Μας έβγαλες στην έρημο"
-" Και πού ήθελες να μας βγάλω;"
-" Γαμώτο! Το σχέδιό μου ήταν να κλέψω την τράπεζα και να φύγω μετά αεροπορικώς για την Ευρώπη".
-" Δεν ξέρω αν το πρόσεξες, αλλά η μόνη διέξοδος που είχαμε ήταν προς την έρημο".
-" Και τραβάμε καρφί για την Συρία από δω που πας".
-" Έχω πίσω μου αυτούς τους κερατάδες να με κυνηγάνε κι έχω και σένα να μου φωνάζεις
Με αγχώνεις το καταλαβαίνεις;"
-" Σε αγχώνω; Σε αγχώνω; Εγώ δεν είμαι αγχωμενος;"
-" Γαμώ το καραντενίζ μου μέσα και την Τραπεζούντα όλη! "
Ο Λάμπρος έβγαλε το πιστόλι του και του τό 'δειξε.
-" Την Τραπεζούντα δεν θα την ξαναβρίσεις".
-" Τι ζόρι τραβάς εσύ με την Τρέμπζον; "
Ο Λάμπρος μαλάκωσε κάπως.
-" Ήταν ο παππούς μου από κεί"
-" Έλα ρε! Εγώ εκεί μένω. Έμενα βασικά".
Εκείνη τη στιγμή, μιά σφαίρα από τους αστυνομικούς χτύπησε το πίσω τζάμι της Λαμποργκίνι κάνοντάς το θρύψαλα.
-" Τέρμα το μάθημα ιστορίας", φώναξε ο Λάμπρος, "μαλάκα κάνε κάτι! "
-" Τι να κάνω; Τελειώνει και η βενζίνη..."
-" Γαμώτο!", ούρλιαξε ο Λάμπρος.
Τον Αχμέτ τον έπιασε νευρικό γέλιο. Ο Λάμπρος τον κοίταξε απορημένος.
-" Τί γελάς ρε ηλίθιε; Κάνα κώλο ξεβράκωτο είδες;"
-" Τουλάχιστον δεν έχει ελικόπτερα να μας καταδιώκουν".
-" Ελικόπτερα; "
-" Ναι, θά 'ταν πιο δύσκολα τα πράματα αν είχε".
Εκείνη την ώρα ακούστηκε ένας βόμβος και εμφανίστηκαν στον ορίζοντα από πίσω τους δυο ελικόπτερα, που πλησίαζαν «φτύνοντας» ριπές από σφαίρες προς το μέρος τους.
-" Τούρκε; Είσαι μεγάλος γρουσούζης", είπε ήρεμα, σχεδόν παραιτημένα ο Λάμπρος.
Ο Αχμέτ μονολόγησε με παράπονο σχεδόν:
-" Το ίδιο μου λεγε πάντα και ο πατέρας μου".
-" Στην Τραπεζούντα είναι τώρα;"
-" Στον τάφο. Τον σκότωσα τον πούστη".
-" Λες πούστη τον πατέρα σου; Εγώ ήξερα οι Τούρκοι σέβεστε τους γονείς σας πιο πολύ και απο εμάς".
-" Το αρχίδι! Γκρίζος λύκος ήταν και νταβατζής ".
-" Μη μιλάς έτσι".
-" Γιατί;"
-" Γιατί ήταν άντρας της μάνας σου".
-" Δεν ήταν. Την πήρε, την έκλεψε από την Ανατολία μικρή και την έκανε...την έκανε..." , δίστασε πριν τελικά πει, "την έκανε πουτάνα στην Τραπεζούντα".
Ο Λάμπρος κόμπλαρε και κοίταξε μπροστά του.
Ο Αχμέτ συνέχισε:
-" Εγώ ήμουν το ατύχημα μιάς βραδιάς που ο γκρίζος λύκος είχε κάβλες".
-" Τα παιδιά είναι ευλογία", είπε για να πει κάτι ο Λάμπρος
-" Για αυτόν ήμουν διαφυγόντα κέρδη εννιά μηνών".
Εκείνη την ώρα το αυτοκίνητο σταμάτησε.
-" Γιατί σταματήσαμε;" ρώτησε ο Λάμπρος.
-" Τέλειωσε η βενζίνη".
Ο Λάμπρος κοίταξε τον εσωτερικό καθρέφτη του οχήματος.
Μισό χιλιόμετρο ξοπίσω τους ήταν οι διώκτες τους και πλησίαζαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Ο Λάμπρος του έδωσε το χέρι του.
-" Χάρηκα που σε γνώρισα φίλε".
Ο Αχμέτ έτεινε το δικό του και έσφιξαν τα χέρια.
Βούρκωσαν και οι δύο.
-" Μακάρι να γνωριζόμασταν κάτω από καλύτερες συνθήκες", είπε ο Αχμέτ.
-" Σε καμιά Μύκονο με γυναίκες και ποτά στο τραπέζι μας ας πούμε", χλεύασε ο Λάμπρος.
-" Αν κερνούσες... Δεν είχα ποτέ στη ζωή μου περισσότερα από 70 ευρώ στην τσέπη μου".
-" Γάμησε τα! Μιά απ' τα ίδια καρντάση."
Οι σειρήνες και ο βόμβος από τα ελικόπτερα τώρα γίνονταν εντονότερα.
Ο Αχμέτ κοίταξε από τον καθρέφτη.
-" Πλησιάζουν"
-" Σε λίγο τελειώνουν όλα"
-" Σου πα Γιουνάν , δεν ξαναπάω φυλακή" , είπε ο Αχμέτ καθώς έβαζε γεμιστήρες στα πιστόλια του.
-" Θα δώσουμε μάχη;"
-" Έτσι λέω"
Ο Λάμπρος γέλασε, παρανοϊκά σχεδόν.
-" Γαμώ την τύχη μου μέσα! Ούτε στην Ελλάδα μού κάτσε ποτέ ληστεία τράπεζας, ούτε στον Λίβανο ήταν γραφτό. Δεν γαμιέται; Πάμε να γαμήσουμε τα καθάρματα".
-" Θα μας γαμήσουν αυτοί που μας γαμάν την ζωή μας αλλά ας τους γαμήσουμε πριν την γαμήσουνε", είπε ο Αχμέτ και βγήκε έξω.
-" Με μπέρδεψες λίγο" , είπε ο Λάμπρος καθώς έβγαινε από το αμάξι, "αλλά δεν γαμιέται!"
Οι δυο τους στάθηκαν στην μέση του δρόμου.
Ύψωσαν τα πιστόλια τους σημαδεύοντας τα οχήματα και τα ελικόπτερα που πλησίαζαν σηκώνοντας ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης.
-" Αυτό είναι το τέλος ε;", ρώτησε ο Αχμέτ.
-" Κάναμε ωραίο δρομολόγιο πάντως", απάντησε ο Λάμπρος.
Ξαφνικά ο ορίζοντας μπροστά τους άρχισε να δείχνει σαν χαλασμένη οθόνη τηλεόρασης που ταρακουνιέται αριστερά και δεξιά πριν χάσει το σήμα της. Οι δυο φίλοι κοιτάχτηκαν.
-" Το βλέπεις και εσύ;" , ρώτησε ο Αχμέτ.
-" Στην έρημο είμαστε. Οφθαλμαπάτη θά 'ναι".
Το κούνημα στον ορίζοντα τώρα έγινε πιο έντονο και μιά μεγάλη αμμοθύελλα εμφανίστηκε από το πουθενά.
Ο 45χρονος επικεφαλής της αστυνομίας έδωσε σήμα να κάνουν μεταβολή τα οχήματα και τα ελικόπτερα. Ο πιλότος του ενός έχασε τον έλεγχο και συνετρίβη στους πρόποδες ενός βραχώδους λόφου.
Η αμμοθύελλα πλησίασε τους δυο φίλους, που τώρα τρέχανε πανικόβλητοι σαν φοβισμένα μικρά παιδάκια με τον τρόμο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο τους, προς τα σύνορα με την Συρία για να καλυφτούν. Μάταια όμως. Γρήγορα το κύμα της σκόνης τους κάλυψε.
Από ένα λόφο η Μυρίνα καβάλα στο άλογο της έβλεπε τον ορίζοντα να ταρακουνιέται σαν χαλασμένη οθόνη και την αμμοθύελλα να καλύπτει τους δυο φίλους ενώ η αστυνομία αποχωρούσε και μονολόγησε.
-" Τα Τζίνι".
Τελος 5ου επεισοδειου
Oλα τα επεισόδια του Latino Balkanos δημοσιεύονται εδώ
15 λεπτά αργότερα, η Λαμποργκίνι έτρεχε με ιλλιγγιώδη ταχύτητα σε έναν δρόμο μέσα στην έρημο. Θα έλεγε κανείς πως την καταδίωκαν όλα σχεδόν τα οχήματα της αστυνομίας της Βηρυτού.
-" Ηλίθιε" , φώναζε μέσα στο αμάξι ο Λάμπρος.
-" Θες να οδηγήσεις εσύ μήπως; "
-" Μας έβγαλες στην έρημο"
-" Και πού ήθελες να μας βγάλω;"
-" Γαμώτο! Το σχέδιό μου ήταν να κλέψω την τράπεζα και να φύγω μετά αεροπορικώς για την Ευρώπη".
-" Δεν ξέρω αν το πρόσεξες, αλλά η μόνη διέξοδος που είχαμε ήταν προς την έρημο".
-" Και τραβάμε καρφί για την Συρία από δω που πας".
-" Έχω πίσω μου αυτούς τους κερατάδες να με κυνηγάνε κι έχω και σένα να μου φωνάζεις
Με αγχώνεις το καταλαβαίνεις;"
-" Σε αγχώνω; Σε αγχώνω; Εγώ δεν είμαι αγχωμενος;"
-" Γαμώ το καραντενίζ μου μέσα και την Τραπεζούντα όλη! "
Ο Λάμπρος έβγαλε το πιστόλι του και του τό 'δειξε.
-" Την Τραπεζούντα δεν θα την ξαναβρίσεις".
-" Τι ζόρι τραβάς εσύ με την Τρέμπζον; "
Ο Λάμπρος μαλάκωσε κάπως.
-" Ήταν ο παππούς μου από κεί"
-" Έλα ρε! Εγώ εκεί μένω. Έμενα βασικά".
Εκείνη τη στιγμή, μιά σφαίρα από τους αστυνομικούς χτύπησε το πίσω τζάμι της Λαμποργκίνι κάνοντάς το θρύψαλα.
-" Τέρμα το μάθημα ιστορίας", φώναξε ο Λάμπρος, "μαλάκα κάνε κάτι! "
-" Τι να κάνω; Τελειώνει και η βενζίνη..."
-" Γαμώτο!", ούρλιαξε ο Λάμπρος.
Τον Αχμέτ τον έπιασε νευρικό γέλιο. Ο Λάμπρος τον κοίταξε απορημένος.
-" Τί γελάς ρε ηλίθιε; Κάνα κώλο ξεβράκωτο είδες;"
-" Τουλάχιστον δεν έχει ελικόπτερα να μας καταδιώκουν".
-" Ελικόπτερα; "
-" Ναι, θά 'ταν πιο δύσκολα τα πράματα αν είχε".
Εκείνη την ώρα ακούστηκε ένας βόμβος και εμφανίστηκαν στον ορίζοντα από πίσω τους δυο ελικόπτερα, που πλησίαζαν «φτύνοντας» ριπές από σφαίρες προς το μέρος τους.
-" Τούρκε; Είσαι μεγάλος γρουσούζης", είπε ήρεμα, σχεδόν παραιτημένα ο Λάμπρος.
Ο Αχμέτ μονολόγησε με παράπονο σχεδόν:
-" Το ίδιο μου λεγε πάντα και ο πατέρας μου".
-" Στην Τραπεζούντα είναι τώρα;"
-" Στον τάφο. Τον σκότωσα τον πούστη".
-" Λες πούστη τον πατέρα σου; Εγώ ήξερα οι Τούρκοι σέβεστε τους γονείς σας πιο πολύ και απο εμάς".
-" Το αρχίδι! Γκρίζος λύκος ήταν και νταβατζής ".
-" Μη μιλάς έτσι".
-" Γιατί;"
-" Γιατί ήταν άντρας της μάνας σου".
-" Δεν ήταν. Την πήρε, την έκλεψε από την Ανατολία μικρή και την έκανε...την έκανε..." , δίστασε πριν τελικά πει, "την έκανε πουτάνα στην Τραπεζούντα".
Ο Λάμπρος κόμπλαρε και κοίταξε μπροστά του.
Ο Αχμέτ συνέχισε:
-" Εγώ ήμουν το ατύχημα μιάς βραδιάς που ο γκρίζος λύκος είχε κάβλες".
-" Τα παιδιά είναι ευλογία", είπε για να πει κάτι ο Λάμπρος
-" Για αυτόν ήμουν διαφυγόντα κέρδη εννιά μηνών".
Εκείνη την ώρα το αυτοκίνητο σταμάτησε.
-" Γιατί σταματήσαμε;" ρώτησε ο Λάμπρος.
-" Τέλειωσε η βενζίνη".
Ο Λάμπρος κοίταξε τον εσωτερικό καθρέφτη του οχήματος.
Μισό χιλιόμετρο ξοπίσω τους ήταν οι διώκτες τους και πλησίαζαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Ο Λάμπρος του έδωσε το χέρι του.
-" Χάρηκα που σε γνώρισα φίλε".
Ο Αχμέτ έτεινε το δικό του και έσφιξαν τα χέρια.
Βούρκωσαν και οι δύο.
-" Μακάρι να γνωριζόμασταν κάτω από καλύτερες συνθήκες", είπε ο Αχμέτ.
-" Σε καμιά Μύκονο με γυναίκες και ποτά στο τραπέζι μας ας πούμε", χλεύασε ο Λάμπρος.
-" Αν κερνούσες... Δεν είχα ποτέ στη ζωή μου περισσότερα από 70 ευρώ στην τσέπη μου".
-" Γάμησε τα! Μιά απ' τα ίδια καρντάση."
Οι σειρήνες και ο βόμβος από τα ελικόπτερα τώρα γίνονταν εντονότερα.
Ο Αχμέτ κοίταξε από τον καθρέφτη.
-" Πλησιάζουν"
-" Σε λίγο τελειώνουν όλα"
-" Σου πα Γιουνάν , δεν ξαναπάω φυλακή" , είπε ο Αχμέτ καθώς έβαζε γεμιστήρες στα πιστόλια του.
-" Θα δώσουμε μάχη;"
-" Έτσι λέω"
Ο Λάμπρος γέλασε, παρανοϊκά σχεδόν.
-" Γαμώ την τύχη μου μέσα! Ούτε στην Ελλάδα μού κάτσε ποτέ ληστεία τράπεζας, ούτε στον Λίβανο ήταν γραφτό. Δεν γαμιέται; Πάμε να γαμήσουμε τα καθάρματα".
-" Θα μας γαμήσουν αυτοί που μας γαμάν την ζωή μας αλλά ας τους γαμήσουμε πριν την γαμήσουνε", είπε ο Αχμέτ και βγήκε έξω.
-" Με μπέρδεψες λίγο" , είπε ο Λάμπρος καθώς έβγαινε από το αμάξι, "αλλά δεν γαμιέται!"
Οι δυο τους στάθηκαν στην μέση του δρόμου.
Ύψωσαν τα πιστόλια τους σημαδεύοντας τα οχήματα και τα ελικόπτερα που πλησίαζαν σηκώνοντας ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης.
-" Αυτό είναι το τέλος ε;", ρώτησε ο Αχμέτ.
-" Κάναμε ωραίο δρομολόγιο πάντως", απάντησε ο Λάμπρος.
Ξαφνικά ο ορίζοντας μπροστά τους άρχισε να δείχνει σαν χαλασμένη οθόνη τηλεόρασης που ταρακουνιέται αριστερά και δεξιά πριν χάσει το σήμα της. Οι δυο φίλοι κοιτάχτηκαν.
-" Το βλέπεις και εσύ;" , ρώτησε ο Αχμέτ.
-" Στην έρημο είμαστε. Οφθαλμαπάτη θά 'ναι".
Το κούνημα στον ορίζοντα τώρα έγινε πιο έντονο και μιά μεγάλη αμμοθύελλα εμφανίστηκε από το πουθενά.
Ο 45χρονος επικεφαλής της αστυνομίας έδωσε σήμα να κάνουν μεταβολή τα οχήματα και τα ελικόπτερα. Ο πιλότος του ενός έχασε τον έλεγχο και συνετρίβη στους πρόποδες ενός βραχώδους λόφου.
Η αμμοθύελλα πλησίασε τους δυο φίλους, που τώρα τρέχανε πανικόβλητοι σαν φοβισμένα μικρά παιδάκια με τον τρόμο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο τους, προς τα σύνορα με την Συρία για να καλυφτούν. Μάταια όμως. Γρήγορα το κύμα της σκόνης τους κάλυψε.
Από ένα λόφο η Μυρίνα καβάλα στο άλογο της έβλεπε τον ορίζοντα να ταρακουνιέται σαν χαλασμένη οθόνη και την αμμοθύελλα να καλύπτει τους δυο φίλους ενώ η αστυνομία αποχωρούσε και μονολόγησε.
-" Τα Τζίνι".
Τελος 5ου επεισοδειου
Oλα τα επεισόδια του Latino Balkanos δημοσιεύονται εδώ