Ο Οδυσσέας με την Στέλλα πάρκαραν έξω απ το σπίτι του κυρ Γιώργου στην άκρη του χωριού. Η εξώπορτα ήταν σπασμένη. Σάστισαν. Ο Οδυσσέας έβγαλε το πιστόλι του και με αργά βήματα μπήκαν εντός του. Στο καθιστικό εντόπισαν το άψυχο σώμα του άτυχου άντρα μέσα σε μια λίμνη αίματος.
Η Στέλλα έφερε τα χέρια στο πρόσωπο της και ξεκίνησε να κλαίει. Ο Οδυσσέας κατέβασε το πιστόλι του. Ο ήλιος είχε πέσει. Απ το ύψωμα έξω απ το χωριό ο Οδυσσέας με την Στέλλα παρακολουθούσαν τις πομπές των αυτοκινήτων να καταφτάνουν στο σπίτι του κυρ-Γιώργου, να τον «ξενυχτήσουν» πριν τον οδηγήσουν το πρωί στην τελευταία του κατοικία -Ακόμα και Αθηναίοι ήρθαν, μονολόγησε ο Οδυσσέας -Που τον ξέρανε; -Πριν αποσυρθεί στο μαγαζί είχε μεγάλη ιστορία ο κυρ-Γιώργος. Ειδικά την δεκαετία του 80 απέτρεψε έναν μεγάλο εμφύλιο στον κόσμο της νύχτας. Γι αυτό όλοι τον σεβόταν -Απ ότι φάνηκε όχι όλοι; -Ο Σαύρας. Αυτός είναι το νέο αίμα που ανεβαίνει στην νύχτα -Γιατί μας έχει στοχοποιήσει; Τι φοβάται; -Εσένα. Πιστεύει πως ίσως ο Λάμπρος σου χει δώσει στοιχεία που τον ενοχοποιούν. Στοιχεία που θα τον στείλουν φυλακή για πάντα - Είμαστε τελειωμένοι, ψέλλισε η Στέλλα Ο Οδυσσέας την έπιασε απ το χέρι -Πάμε, της είπε -Που; -Κάτω στο σπίτι. Να τιμήσουμε τον κυρ Γιώργο. Δεν θα κρυβόμαστε πάντα απ τον Σαύρα
Μερικά λεπτά αργότερα φτάναν στο σπίτι του κυρ Γιώργου
Στην είσοδο ήταν ένας κομψός , αδύνατος 60χρόνος. -Καλησπέρα Μπάμπη , του είπε ο Οδυσσέας Ο Μπάμπης τον κοίταξε και κούνησε το κεφάλι -Είσαι στόχος Οδυσσέα. Και η κοπέλα μαζί, είπε ο Μπάμπης δείχνοντας με το βλέμμα του και την Στέλλα -Τι αποφάσισαν οι οικογένειες; -Και συ και ο Σαύρας δεν ανήκετε στις οικογένειες. Όσο δεν κάνετε κακό στις δουλειές μας θα σας αφήσουμε να το λύσετε μόνοι σας -Ο άλλος έχει στρατούς και χρήμα και γω έχω μόνο τα αρχίδια μου, την τιμή μου και ένα πιστόλι, διαμαρτυρήθηκε ο Οδυσσέας αλλά ο Μπάμπης τον αγνόησε και προχώρησε συνοδεία δυο μπράβων του προς την Στέλλα. -Εσένα σε αγαπούσε πολύ ο κυρ Γιώργος. Τον ήξερα πάνω από 40 χρόνια. Είχε πάντα μια ικανότητα να ξεχωρίζει τους καλούς ανθρώπους Η Στέλλα δεν μίλησε Ο Μπάμπης έβγαλε απ την τσέπη του αρμάνι σακακιού του κάτι χαρτιά και της τα πρότεινε -Τι ναι αυτά; ρώτησε η Στέλλα -Με είχε επισκεφτεί στην Αθήνα πριν μήνες. Σου γράψε το μαγαζί και διασφάλισε να μείνει ο χώρος έξω από κάθε πολεμική επιχείρηση. Ελάτε μαζί μου Μπήκαν όλοι σε ένα χάμμερ τζιπ και βγήκαν έξω απ το χωριό με κατεύθυνση κάποιες ερημιές. Εκεί συνάντησαν 10 άτομα να χουν δεμένο πισθάγκωνα και πεσμένο στα γόνατα. Βγήκαν απ το αμάξι και τον πλησίασαν Ο Μπάμπης διέταξε έναν μπράβο και αυτός με ένα φακό φώτισε τα συμβόλαια που κρατούσε -Καταλαβαίνεις τι γράφει; Ρώτησε τον Σαύρα ο οποίος κούνησε απρόθυμα καταφατικά το κεφάλι, το μαγαζί περνάει στην Στέλλα και είναι ουδέτερο έδαφος. Έγινε σαφές πως δεν θα επιτεθείς ποτέ σε αυτό ή σε όποιον βρίσκεται εντός του; Μετά κοίταξε την Στέλλα και της έδωσε τα χαρτιά Η κοπέλα πλησίασε τον Σαύρα και τον κοίταξε στα μάτια -Γιατί τον σκότωσες; Τι θες από μας; Ο Σαύρας γέλασε -Όλους θα σας σκοτώσω κοπέλα μου. Με διορία ζείτε -Ντάξει, είπε ο Οδυσσέας που έβγαλε το πιστόλι του και κίνησε προς το μέρος του σημαδεύοντας τον Σαύρα Οι άνθρωποι του Μπάμπη τον άρπαξαν -Οδυσσέα, φώναξε ο Μπάμπης, υπάρχουν κανόνες. -Ας τελειώνουμε εδώ και τώρα μαζί του -Αυτό θα θελε ο κυρΓιώργος; -Τι σε νοιάζει για αυτόν; Εσύ είσαι στην Αθήνα -Και υπεύθυνος για την ομαλότητα σε όλη την χώρα -Ποια ομαλότητα; Ανοίγει πόλεμο με μας και χει βάλει στο μάτι τους παλιούς. Τον τρως τώρα και κανείς δεν θα μάθει τι έγινε -Ο κυρ Γιώργος δεν θα το θελε αυτό. Τέλος. Μετά γύρισε και κοίταξε τον Σαύρα. Απευθύνθηκε στους μπράβους του -Λύστε τον Καθώς σηκωνόταν ο Σαύρας όρθιος χαμογέλασε κοιτώντας τον Οδυσσέα και την Στέλλα -Απολαύστε την ζωή σας. Για όσο διαρκεί ακόμα.
Το πρόγραμμα στο σκυλάδικο ξεκινούσε. Μια απ τις απαιτήσεις του κυρ Γιώργου ήταν το βράδυ πριν τον θάψουν να προσέθλουν σε αυτό όλοι οι φίλοι του και να πιουν και να διασκεδάσουν δωρεάν
Η ορχήστρα και οι περφόμερ δίναν το καλύτερη κολασμένη παράσταση της ζωής τους. Απ το υπερυψωμένο γραφείο του κυρΓιώργου ο Οδυσσέας με την Στέλλα παρακολουθούσαν το τι συνέβαινε κάτω. -Μπαίνουμε σε πόλεμο, είπε αυτός, θα κρατήσει πολύ και θα ναι ισχυρός. Ο Σαύρας έχει στρατούς να τον στηρίξουν και μεις τίποτα -Και πως φτιάχνεις στρατό; Ρώτησε η Στέλλα -Αποκτώντας χρήμα, κάτι το οποίο μας λείπει -Και πως φτιάχνεις χρήμα; Ξαναρώτησε -Κάνοντας τις ίδιες δουλειές με τον Σαύρα. Μόνο που στον Βορρά για να κάνουμε κάτι τέτοιο θέλουμε στρατό. Έστω έναν μικρό -Άρα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα -Για την ώρα το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να σκεφτούμε πως θα βρούμε χρήμα Η Στέλλα σηκώθηκε και περπάτησε μερικά βήματα στον χώρο πριν πει -Στο μαγαζί που δούλευα όταν φάγαν τον Λάμπρο ακούγοταν πολλά. Ο τύπος που το είχε παρήγαγε στα Σκόπια ελληνικά προϊόντα μαϊμού. Τα εργοστάσια του εκεί απασχολούν σκλάβους όχι εργάτες. Τα φορτηγά τους μετέφεραν δήθεν πλυντήρια. Περνούσαν τα σύνορα και στην Θεσσαλονίκη περνούσαν ελληνικές ετικέτες στα σκοπιανά προϊόντα. Αυτός που θα χτυπούσε τα φορτηγά του θα είχε εμπόρευμα αξίας 500 χιλιάδων ευρώ να το πουλήσει κάπου αλλού Ο Οδυσσέας άναψε τσιγάρο -Θα μπορούσα να πουλήσω στον Σλόμπο -Ποιος είναι ο Σλόμπο; -Ένας μαλάκας σέρβος. Μαλάκς μέν φίλος μου δε. Πάμε, είπε και την άρπαξε απ το χέρι -Που; -Στην Νότια Σερβία να βρούμε τον Σλόμπο και μετά στα Σκόπια να τσεκάρουμε τα εργοστάσια Μέσα στην νύχτα το αμάξι τους ξεκίνησε με προορισμό τα πάλαι ποτέ ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα
0 Comments
Η βροχή έλουζε το σώμα της Στέλλας. Αυτή καθόταν και κάπνιζε αμέριμνη μέσα στα στενά του Εύοσμου
Όποτε έβρεχε σ την θύμηση της ερχόταν η μέρα του γάμου της Τότε δούλευε σε ένα απ τα πολλά Ψιλικατζίδικα-καφέ –μίνι μάρκετ που χαν ξεφυτρώσει στην Θεσσαλονίκη μέσα στην κρίση. Ο μέλλον σύζυγος της είχε τελειώσει το διδακτορικό του στην Ιστορία αλλά αναγκαζόταν να εργάζεται ως διανομέας διαφημιστικών φυλλαδίων , μιας και το να διοριστεί χωρίς γνωριμίες κάπου στον τομέα του ήταν φύσει αδύνατον Ρούφηξε άπληστα άλλη μια τζούρα από το τσιγάρο της και θυμήθηκε τον Λάμπρο να της λέει πως ενώ ετοιμαζόταν να βγει από μια πολυκατοικία που μοίρασε διαφημιστικά είδε δυο τύπους με πιστόλια στα χέρια να πλησιάζουν από πίσω ατάραχοι και με σταθερό βήμα έναν μεσήλικα. Να υψώνουν τα πιστόλια τους και να του αδειάζουν τους γεμιστήρες τους στο σώμα του. Μετά έλεγε κάναν μεταβολή και φύγαν το ίδιο ατάραχοι Η Στέλλα ανησύχησε. Ο ίδιος της διαβεβαίωσε πως δεν τον είχαν δει. Τον είχαν δει όμως. Την ώρα που περίμενε στην εκκλησία χτύπησε το κινητό. Την ειδοποιούσαν πως άγνωστοι γαζώσαν με πολυβόλα τον Λάμπρο
Τράβηξε ακόμη μια τζούρα από το τσιγάρο της. Ο Μάρκος , ένας απ τους πολλούς 20χρόνους της συμμορίας της βγήκε απ την αποθήκη. Την ειδοποίησε πως όλα ήταν έτοιμα.
Αυτή κούνησε το κεφάλι χαμογελώντας φευγαλέα. Μετά κοίταξε το παιδί και με μια θλίψη στο πρόσωπο της ψιθύρισε -Ώρα για εκδίκηση Άνοιξαν οι πόρτες της αποθήκης και από μέσα της βγήκαν 4 βανάκια Ο Οδυσσέας την πλησίασε κρατώντας ένα ούζι στα χέρια. Ήταν περίπου συνομήλικος της. -Φορτώσαμε τα πάντα, της είπε -Τα τσιράκια του Σαύρα; Ο Οδυσσέας χαμογέλασε. -Όλοι δεμένοι μέσα στην αποθήκη Η Στέλλα ανταπέδωσε το χαμόγελο Έκανε ένα νεύμα με το χέρι της και μονολόγησε -Ανατινάξτε το Ο Οδυσσέας κοίταξε τον Μάρκο . ο πιτσρικάς αμέσως έβγαλε ένα αυτοσχέδιο τηλεκοντρόλ που έφερε πάνω του μια μικρή κεραία. Πάτησε δίχως δεύτερη κουβέντα ένα κουμπί και μια ισχυρή έκρηξη συντάραξε την συνοικία του Ευόσμου. Φλόγες πετάχτηκαν απ τις εισόδους της αποθήκης καθώς αυτή άρπαζε φωτιά
Μερικά χρόνια πριν η Στέλλα τραγουδούσε μέσα σε ένα βρομερό σκυλάδικο στην περιοχή του Κιλκίς. Μετά τον θάνατο του Λάμπρου αποφάσισε να φύγει απ την πόλη. Παράτησε την δουλειά της και αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη της στο τραγούδι. Δεν ήταν κακή.
Εκεί ένα βράδυ αντίκρυσε για πρώτη φορά τον Οδυσσέα. Ενώ όλοι πήγαιναν στο μαγαζι για να θαυμάσουν την ομορφιά της και πληρώνοντας κάτι παραπάνω στο αφεντικό να την βάλουν για μερικές ώρες στο κρεββάτι τους, αυτός διέφερε. Κατ αρχήν έκατσε στο μπαρ με την πλάτη στην σκηνή. Παρήγγειλε ποτό και όσο αυτό άδειαζε καλούσε την σερβιτόρα να του το ξαναγεμίσει. Ήταν εμφανές πως δεν πήγε για να δει αλλά για να ακούσει. Άκουγε τα τραγούδια και έπινε χωρίς να μιλάει Μόλις τέλειωσε το πρόγραμμα , το αφεντικό της, ο κυρ –Γιώργος , ένα ανθρωπάκι που ζούσε όλη του την μέσα στην νύχτα μπηκε στο καμαρίνι της. Την πέτυχε γυμνή. Η Στέλλα δεν ντράπηκε και δεν κάλυψε την γύμνια της. Γύτισε και τον κοίταξε στα μάτια -Πελάτης κυρ-Γιώργο; Το ανθρωπάκι κούνησε το κεφάλι του. -Μπορώ να τον διώξω Στέλλα, δεν είναι ανάγκη να καταστρέφεις την ψυχή σου με όλους αυτούς τους νεόπλουτους μαλάκες -Δεν έχω ψυχή πλέον κυρ-Γιώργο -Στέλλα, της είπε -Άστο κυρ –Γιώργο, είσαι ο λάθος άνθρωπος στην λάθος δουλειά. -Θα πρεπε να σε χαστούκιζα και να σου κρατούσε ότι βγάζεις απ τους πελάτες για να μουν σωστός; -Θα πρεπε να σπρωχνες και άλλες κοπέλες στην πορνεία για να βγαζες περισσότερα κέρδη Ο κυρ Γιώργος γέλασε. Έκατσε δίπλα της και άνοιξε ένα μπουκάλι ουίσκι -Κάποτε ήμουν έτσι. Έβγαλα πολύ χρήμα. Δεν είχε όμως νόημα. Το μαγαζί το κρατάω γιατί δεν μπορώ να ζήσω χωρίς την νύχτα και την μουσική. Μπορώ ακόμα και να σου δίνω ότι και οι πελάτες για να μην πας μαζί τους -Και να πάω μόνο με σένα; Ο κυρ Γιώργος γέλασε -Για να πας με όποιον γνωρίσεις και σου αρέσει -Αυτό δεν θα γίνει ποτέ, είπε η Στέλλα και σηκώθηκε και μπήκε πίσω από ένα παραβάν που άρχισε να ντύνεται Η πόρτα απ το καμαρίνι άνοιξε Εμφανίστηκε ο Οδυσσέας. Η εμφάνιση του ήταν παράταιρη με το μαγαζί. Ακούρευτο μαλλί, δερμάτινο φτηνό μπουφάν, στενό μπλουτζήν παντελόνι -Τι συμβαίνει μάγκα; Φώναξε η Στέλλα προβάλλοντας το κεφάλι της από το παραβάν, πλήρωσες δεν μπορείς να περιμένεις λίγο; Ο κυρ Γιώργος παρενέβη -Στέλλα αυτός ο πελάτης δεν μοιάζει με τους άλλους Με την μηχανή του ο Οδυσσέας την πήγε σε ένα καφε πάνω στον δρόμο που οδηγούσε προς την Δοϊράνη και τα σύνορα -Δεν θες να με γαμήσεις; Τον ρώτησε Ο Οδυσσέας κούνησε το κεφάλι του αρνητικά καθώς το χέρι του έπαιζε περισσότερο παρά ανακάτευε με το καλαμάκι του τον καφέ του -Πλήρωσες για να μην γαμήσεις. Μάλιστα. Έχει πολλών ειδών ανωμαλίες ο ντουνιάς. Να το δεχτώ. Και τι θες μεγάλε; Τι είδους ανωμαλία σε ελκύει εσένα; Ο Οδυσσέας αγνόησε τα λόγια της και ΄ξεκίνησε να μιλάει -Είμαι από Θεσσαλονίκη όπως και συ. Ο κυρ Γιώργης με ξέρει καιρό. ΄Παλιότερα όταν έβραζε το αίμα του, πριν γίνει ο φιλόσοφος που γνώρισες, του κάνα μερικές δουλειές και με εμπιστεύεται -Μάλιστα. Και τι ζητάς από μένα Σαλονικιέ; -Μου ανέθεσε να κάνω μια έρευνα. Και κατέληξα σε αυτόν εδώ, είπε και έβγαλε μια φωτογραφία. Την ακούμπησε στο τραπέζι και την έσπρωξε προς το μέρος της Η Στέλλα αντίκρυσε έναν τύπο με κατάμαυρο σαν του Οδυσσέα μαλλι, γλιμένο προς τα πίσω και άγριο βλέμμα Ο Οδυσσέας συνέχισε -Αυτός ο άνθρωπος είναι εκτελεστής μιας μαφιόζικης ομάδος. Ανεβαίνει γρήγορα στην ιεραρχία της και σύντομα θα ναι αρχηγός της. Όλοι το ξέρουν αυτό. Μην τον υποτιμήσεις ποτέ είναι αδυσώπητος και πανέξυπνος. Δεν έχει διαστάσει ποτέ μπροστά σε τίποτα και πάντα είναι ένα βήμα μπροστά απ τους αντιπάλους του Εκείνη την ώρα μπήκαν στο μαγαζί δυο ξυρισμένοι βούλγαροι. Με την ακρή του ματιού του ο Οδυσσέας τους παρακολουθούσε ενώ μιλούσε με την Στέλλα. Τα μπουφάν τους φούσκωναν παράξενα,. Το περπάτημα τους ήταν στρατιωτικό και αυτό που τον έκανε να βαρέσει συναγερμός μέσα του ήταν πως δεν κατευθύνθηκαν προς το μπαρ να παραγγείλουν αλλά βάδιζαν προς τα τραπεζάκι που βρισκόταν προς το μέρος τους Δίχως δεύτερη σκέψη ο Οδυσσέας σήκωσε το χέρι του και έδωσε μια μπουνιά στην Στέλλα σωριάζοντας την κάτω λίγα δευτερόλεπτα πριν μια σφαίρες από τα πολυβόλα των Βουλγάρων περάσει από το σημείο που βρισκόταν το κεφάλι της. Ο ίδιος έπεσε στο έδαφος ενώ με το άλλο του χέρι έβγαζε το πιστόλι του και έβαλε κατά των δυο βουλγάρων που γάζωναν το μαγαζί Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, αν και νεκροί ο Οδυσσέας περπατούσε προς το μέρος τους και έριχνε από έναν πυροβολισμό στα κεφάλια τους. Μετά επέστρεφε στην Στέλλα και την σήκωνε από το έδαφος -Συγνώμη αλλά αν δεν σε κοπανούσα να πέσεις κάτω τώρα θα ήσουν νεκρή. Πάμε Πάρκαρε την μηχανή του σε ένα μονοπάτι λίγο υπερυψωμένο. Μπροστά και κάτω τους απλωνόταν η λίμνη Δοϊράνη καθώς ξημέρωνε Άναψε τσιγάρο και πρόσφερε ένα στην Στέλλα Αυτή του χτύπησε με βία το χέρι ρίχνοντας το πακέτο του κάτω -Ποιοι ήταν αυτοί στην καφετέρια; Του φώναξε -Άνθρωποι του Σαύρα , είπε αδιάφορα, -Και ποιος είναι ο Σαύρας; -Αυτός που σου δειξα στην φωτογραφία -Και γιατί να με νοιάζουν εμένα όλα αυτά; -Γιατί ο Σαύρας είναι ο άνθρωπος που σκότωσε τον γκόμενο σου, της είπε πετώντας το τσιγάρο και κοιτώντας την στα μάτια Η Στέλλα έχασε την ανάσα της -Τώρα ξέρεις Στέλλα , μπορείς να συνεχίσεις την ζωή που κάνεις ή να με βοηθήσεις να τον βυθίσουμε θα βρείτε όλα τα επεισόδια της "Στέλλας" εδώ |