Η καταιγίδα μέσα στην νύχτα δεν έλεγε να κοπάσει. Ο Βασίλη δεν άντεξε άλλο και σταμάτησε το τρέξιμο. Κοντοστάθηκε κάτω από ένα υπόστεγο της εργατικής γειτονιάς. Από το τρέξιμο τα στήθη του καίγονταν. Πριν μερικές ώρες είχε σκοτώσει 4 ανθρώπους στο λιμάνι . Από την γωνία άκουσε ένα Γερμανικό τζιπ να στρίβει και να κατευθύνεται προς το μέρος του. Λύγισε τα πόδια του και έκατσε ακίνητος οκλαδόν κάτω από το σκοτεινό υπόστεγο. Σκέφτηκε πως οι Γερμανικές αρχές μαζί με την δοσιλογική εγχώρια αστυνομία θα χαν ενημερωθεί για την δολοφονία και θα είχαν δώσει σήμα να ξεχυθούν τα περίπολα στους δρόμους να εντοπίσουν τον φονιά Ένιωσε ένα ρίγος να τον διαπερνά. Η βραδινή ψύχρα μαζί με τα μουσκεμένα απ την καταιγίδα ρούχα του τον κάναν να τρέμει. Έπρεπε να αλλάξει γρήγορα ρούχα αν δεν ήθελε να πάθει πνευμονία όμως δεν είχε κάποιο μέρος, κάποιο κρησφύγετο Ήχος από μηχανή αυτοκινήτου ακούστηκε ξανά. Έμεινε ακίνητος να παρακολουθεί μέσα στην κάλυψη που του παρείχε το σκοτάδι. Ένα αμάξι σταμάτησε σχεδόν απέναντι του στην άλλη άκρη του δρόμου. Από μέσα του ακούγονταν γέλια. Κοίταξε καλύτερα και είδε την ξανθιά γυναίκα να φιλάει παθιασμένα τον Γερμανό οδηγό. Διέκρινε καλύτερα πως αυτός φορούσε στολή αξιωματικού Προσέχοντας καλύτερα είδε το πρόσωπο της Ρόζας, της Ρωσίδας φιλοτσαρικής αριστοκράτισσας που η μοίρα και η επανάσταση των μπολσεβίκων την ανάγκασαν να φτάσει στην Αιθερία φτωχιά. Πλέον έβγαζε τα προς το ζειν και κάτι παραπάνω , δουλεύοντας ως αρτίστα σε κάποια καμπαρέ της πόλης Παρακολουθούσε τον τρόπο που κοιτούσε γλυκά, ερωτικά τον Γερμανό αξιωματικό. Το πάθος με το οποίο τον φιλούσε. Τον τρόπο που ανοιγόκλεινε το στόμα της για να του μιλήσει. Το γλυκό της ύφος «Πότε πρόλαβε να τονε ρωτευτεί;», αναρωτήθηκε και μετά χαμογέλασε. Σκέφτηκε πως η φτώχεια , η ανέχεια και η πείνα αναγκάζουν τους ανθρώπους να κάνουν πολλά πράματα, να γίνουν αυτά τα πράματα δεύτερη φύση τους προκειμένου να μην πεθάνουν. Το ένστικτο της επιβίωσης είναι ένα ισχυρό ένστικτο και το χε μελετήσει άθελα του κατά της διάρκεια της πολιορκίας της πόλης του , του Λένινγκραντ Είδε γυναίκες να προσφέρουν το σώμα τους σε αξιωματούχους του κόμματος για μια μερίδα παραπάνω φαϊ, είδε όμως και έφηβους να συγκροτούν συμμορίες στους δρόμους της πόλης με σκοπό την κλοπή πολιτών ή ακόμα και την δολοφονία προκειμένου να τους φάνε Ναι η ανθρωποφαγία προς χάριν της επιβίωσης δεν ήταν κάτι άγνωστο στις εργατικές συνοικίες της πόλης κατά την σκληρή πολιορκία των Ναζί Η Ρόζα φίλησε στο στόμα για τελευταία φορά τον νέο της αμόρε αγγίζοντας με το χέρι της απαλά το μάγουλο του πριν βγει από το αυτοκίνητο και τρέξει με δυσκολία λόγο των τακουνιών ως την είσοδο της μικρής μονοκατοικίας της για να προστατευτεί από την βροχή Καθώς έβγαζε από το τσαντάκι της το κλειδί του σπιτιού ο Βασίλι προχωρούσε με αργά βήματα προς το μέρος της έχοντας τα χέρια του μέσα στην καμπαρτίνα του -Καλησπέρα , της είπε στα ρώσικα Η γυναίκα ξαφνιάστηκε. Μετά από πολύ καιρό ξανάκουγε την μητρική της γλώσσα. Γύρισε και τον κοίταξε
Το βλέμμα της τον σάρωσε από πάνω μέχρι κάτω. Για ένα απροσδιόριστο λόγο κατάλαβε πως ήταν μπολσεβίκος. Το βλέμμα του. Είχε αυτό το «κάτι». Έμοιαζε με το βλέμμα των επαναστατών που είχαν μπει στο παλάτι τους και συνέλαβαν τους γονείς και τα αδέρφια της. Έμοιαζε με την ματιά του κομισάριου που της επέτρεψε στα 14 της να πάρει τον δρόμο της προσφυγιάς. Είχε την ματιά του ανθρώπου που γεννήθηκε σ την φτώχεια και την βρωμιά. Σε κάποια τρώγλη κάποιας μεγαλούπολης της Τσαρικής Ρωσίας Ο Βασίλη χαμογέλασε , σε μια προσπάθεια να σπάσει τον πάγο -Μην με πλησιάζεις, θα φωνάξω, του είπε Ο Βασίλι συνέχισε να περπατά με αργά βήματα προς το μέρος της -Δεν θέλω το κακό σου κυρία, εμιγκρές είμαι όπως και συ και θέλω απλά κάπου να ξαποστάσω για το βράδυ, της είπε και έδειξε τα ρούχα του, απλά δεν θέλω να πεθάνω απ΄το κρύο -Δεν με ξεγελάς. Είσαι ένας από εκείνους -Ποιους εκείνους; -Εκείνους που εκτέλεσαν την οικογένεια μου -Κυρία , δεν θέλω να φανώ αγενής ή αλλαζόνας μπροστά στον πόνο σου, αλλά δεν έχω εκτελέσει καμιά οικογένεια -Και έτσι να είναι δεν αλλάζει κάτι. Εκτελέσαν οι δικοί σου, θα φωνάξω αν δεν φύγεις και θα πλακώσει η Γκεστάπο -Ρόζα Τουμπκιν, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας του Ροστόβ. Μετά την Οχτωβριανή επανάσταση οι μπολσεβίκοι εκτέλεσαν τους γονείς και τα αδέρφια σου κρίνοντας τους ένοχους για μια πλειάδα από αδικήματα, όπως καταπίεση των εργατών γης που διατηρούσαν στα χωράφια. Μόνο οι κατηγορίες για βιασμούς του πατέρα σου σε φτωχές κολίγες φτάναν τις 10. Παρ όλα αυτά ο κομισάριος της περιοχής Μπλόριν...θυμάμαι καλά το όνομα του; Αυτός λοιπόν δεν άντεξε να φυλακίσει ή να εκτέλεσει ένα μικρό κορίτσι. Σου δωσε μερικά ρούβλια και σου επέτρεψε να φύγεις. Σωστά; -Μου επέτρεψε να βγω στους δρόμους, μόνη , ανυπεράσπιστη... Ο Βασίλι την πλησίασε αρκετά. Σταθηκε μπροστά της και την κοίταξε Διεκρινε κάτω απ την μάσκα της 40χρονης καλλονής , την οποία θα ζήλευαν πολλές σταρ του σινεμα της εποχής μια θλίψη. Έβγαλε από την τσέπη της καμπαρτίνας το πιστόλι του Τέντωσε το χέρι του και της πρόσφερε -Πάρτο και κρίνε μόνη σου αν αξίζω να με εκτελέσεις ή να με παραδώσεις στις αρχές ή αντ αυτού να μου προσφέρεις καταφύγιο για σήμερα το βράδυ. Η Ρόζα πήρε μια βαθιά ανάσα. Άπλωσε το χέρι της και πήρε το πιστόλι. Το κοίταξε. Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε -Δεν μπλοφάρεις -Δεν μπλοφάρω. -Είναι γεμάτο -Μπορώ να σου πω πως να το χρησιμοποιήσεις εναντιών μου -Μέχρι να καταλήξω στην Βαλκανία χρησιμοποίησα αρκετές φορές παρόμοια πιστόλια Ο Βασίλι χαμογέλασε και επιστράτευσε όση απ την σλάβικη μοιρολατρία του χε απομείνει -Άλλη μια δεν βλάπτει Η Ρόζα άφησε μια βαθιά ανάσα πριν του κάνει νόημα να περάσει μέσα στο σπίτι Λίγα λεπτά αργότερα έπαιρνε το σαμοβάρι με το τσάι απ την σόμπα που καταίκαιγε και γέμιζε δυο φλυτζάνια Πρόσφερε το ένα στον Βασίλι -Τι γυρεύει ένας μπολσεβίκος στην Βαλκανία; Τον ρώτησε Ο Βασίλη χαμογέλασε πριν της πει -Αν σου πω θα πρέπει να σε σκοτώσω μετά Η Ρόζα έπιασε το πιστόλι απ το τραπέζι και τον σημάδευσε χαμογελώντας πρόστυχα -Υπάρχει , του είπε, μόνο ένα πιστόλι μέσα στο σπίτι και για κακή σου τύχη το κρατάω εγώ -Και θα μου κάνεις μεγάλη χάρη αν πατήσεις στην σκανδάλη, της είπε αδιάφορα ο Βασίλι Το βλέμμα της Ρόζα τώρα σοβάρεψε -Μοιάζεις με άνθρωπο που δεν θέλει να ζήσει -Είτε έτσι , είτε αλλιώς δεν πρόκειται να ζήσω. Οι μπολσεβίκοι θα με εκτελέσουν μετά τον πόλεμο. Οι Γερμανοί αν πέσω στα χέρια τους πάλι θα με εκτελέσουν. Όπως βλέπεις οι πιθανότητες μου είναι σχεδόν μηδαμινές -Δεν μου απάντησες. Τι γυρεύεις στην Αιθερία; -Έχω έρθει με αποστολή να κάνω όση περισσότερη ζημιά γίνεται στους ναζί - Και το ομολογείς ; Σε μένα; -Ναι. Το ομολογώ σε σένα -Και δεν φοβάσαι μήπως σε καρφώσω; -Ξέρω πως δεν θα το κάνεις. Το βλέπω στα μάτια σου -Τι βλέπεις στα μάτια μου; -Θλίψη. Θλίψη και πόνο - Μου προκαλέσαν αρκετή οι δικοί σου -Πριν 20 χρόνια. Η θλίψη που βλέπω εγώ είναι απ αυτά που βλέπεις σήμερα -Τι θέλεις από μένα; Δεν με πλησίασες μόνο για να προστατευτείς απ την βροχή -Θα σου πω -Πότε; Ο Βασίλη πλησίασε το πρόσωπο του στο πρόσωπο της και της ψιθύρισε -Το πρωί Μετά φιληθήκαν και ξαπλώσαν στο κρεββάτι χωρίς να ξεκολήσουν τα χείλη τους ο ένας από τον άλλον Η Μάγδα καθόταν ημίγυμνη στο διαμέρσμα του Ερικ. Πλησίασε στο παράθυρο και τράβηξε την κουρτίνα. Κοιτούσε τον άδειο δρόμο στο και την καταιγίδα Αναλογίστηκε τι κάνει; Τι τροπή πήρε η ζωή της; Έγινε μια πόρνη, μια προδότρια του λαού της. Πως θα επιβίωνε αλλιώς όμως; Μια ιδέα φευγαλέα πέρασε από το μυαλό της και την φόβισε. Να πρόδιδε τον Έρικ. Να έπαιρνε μ αυτό τον τρόπο την εκδίκηση της. Αμέσως την έδιωξε. Με την κυριαρχία των Γερμανών στην Βαλκανία δεν θα είχε καμιά ελπίδα να εκδικηθεί και να γλιτώσει Τράβηξε την κουρτίνα και κίνησε ημίγυμνη προς το κρεββάτι της. Πριν προλάβει να φτάσει ένας εκκωφαντικός θόρυβος τράνταξε το διαμέρισμα. Έτρεξε ξανά προς το παράθυρο και είδε από ένα κτίριο στο βάθος του δρόμου να βγαίνουν φλόγες. Κατάλαβε πως επρόκειτο για μεγάλη έκρηξη στο κτίριο που χαν επιτάξει οι Γερμανοί Διέκρινε 5 άντρες να τρέχουν προς το μέρος της. Από πίσω τους ακολουθούσε ένα απόσπασμα Γερμανών στρατιωτών που τους κατεδίωκε. Οι Γερμανοί κάθε λίγο σταματούσαν. Σημάδευαν και πυορβολούσαν προς το μέρος των αντρών. Το αίσθημα αυτοσυντήρησης κανονικά θα έπρεπε να την κάνει να τραβηχτεί από το παράθυρο μιας και οι σφαίρες των Γερμανών τώρα πέφταν βροχή και οι 5 καταδιωκόμενοι ανταπέδιδαν, όμως πρώτη φορά έβλεπε πως ο λαός αντιστεκόταν. 5 άντρες κατάφεραν να ανατινάξουν ένα κτίριο του καλύτερου στρατού στον κόσμο. 5 απλοί , αν έκρινε από το ντύσιμο τους, καθημερινοί άντρες Οι σφαίρες των στρατιωτών βρήκαν τους 3 εξ αυτών. Οι δυο που απέμειναν τώρα έμοιαζαν πανικόβλητοι. Κοιτούσαν αριστερά δεξιά για κάποιον δρόμο διαφυγής. Μέσα στην μπόρα απ΄όλα τα στενά κατέφταναν Γερμανοί στρατιώτες. Ο ένας άντρας τράβηξε χειρομβοβίδα όμως δεν πρόλαβε να την πετάξει καθώς τα όπλα των ναζί γαζώναν το κορμί του. Ο τελευταίος άντρας έριξε τρεις φορές με το πιστόλι του πριν του τελειώσουν οι σφαίρες. Γύρισε και έκανε να τρέξει προς την είσοδο της πολυκατοικίας που έμενε η Μάγδα. Εκείνη την σ τιγμή τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν. Αυτός την έβλεπε να τον κοιτάει ημίγνυμνη απ το παράθυρο της και αυτή αντίκριζε την απόγνωση για το τέλος που ερχόταν αλλά και μια αχνή ιδέα ελπίδας για το Αύριο Οι σφαίρες των στρατιωτών γάζωσαν την πλάτη του. Ο άντρας έπεσε στα γόνατα. Προσπαθούσε να κρατήσει το κεφάλι ψηλά, προσπαθούσε να συνεχίσει να κοιτάει την Μάγδα. Ήξερε πως άφηνε αυτό τον κόσμο αφού προκάλεσε πρώτα ισχυρό πλήγμα στον εχθρό του λαού και ενώ τώρα έβλεπε το τελευταίο όμορφο πράμα, μια όμορφη γυναίκα ημίγυμνη. Σκέφτηκε φευγαλέα πως για να ζει στο διαμέρισμα σε εκείνη την περιοχή θα ταν μια πόρνη, μια προδότρια, όμως διέκρινε στο μάτι της να κυλά ένα δάκρυ.... πριν αφήσει την τελευταία του πνοή αυτός γνώριζε πως η Μάγδα δεν ήταν προδότρια...η ίδια όμως ακόμη δεν το είχε αντιληφθεί τέλος 3ου επεισοδείου
0 Comments
Το κουδούνι της εξώπορτας στο διαμέρισμα του Έρικ χτυπούσε επίμονα. Ο Γερμανός αξιωματικός σκούντηξε την Μάγδα που κοιμόταν γυμνή στο κρεββάτι. Αυτή ανοιγόκλεισε λίγο τα μάτια πριν του πει "Καλημέρα"
-Έχω επισκέψεις, της είπε, πάνε στο μέσα δωμάτιο Η Μάγδα σηκώθηκε απρόθυμα και περπάτησε γυμνή ως το μέσα δωμάτιο Ο Έρκι την ακολούθησε και έκλεισε πίσω της την πόρτα Μερικά λεπτά αργότερα , θέλοντας και μη η Μάγδα , άκουγε τον διάλογο του με τους δυο ντόπιους μαυραγορίτες στο σαλόνι του Έρικ -Έχουν έρθει στις αποθήκες μας περί του δυο τόνους λάδι, έλεγε ο Γερμανός στους δυο μαυραγορίτες, αλλά πρέπει να βιαστείτε γιατί θα φορτώσουν το λάδι στα τρένα την άλλη βδομάδα και θα το στείλουν πάνω στην Γερμανία -Η δουλειά καπιτάν, είπε ο ένας μαυραγορίτης , είναι δύσκολη. Θα χρειαστούμε φορτηγό -Αυτό είναι δική σας δουλειά. Φροντίστε να βρείτε και όχημα και καλό οδηγό και "χέρια" να φορτώσουν το λάδι στα φορτηγά -Πως θα περάσουμε όμως στις αποθήκες; Φρουρούνται καλά -Θα φροντίσω εγώ εκείνη την νύχτα να είναι στα φυλάκια δικοί μου άνθρωποι. Μιλημένοι. Αλλά προσέξτε για να μην προσέξει κανείς το έλλειμμα η δουλειά θα γίνει ένα βράδυ μετά την καταγραφή και ένα βράδυ πριν φορτωθούν στα τρένα. Και θα πάρετε μόνο μισό τόνο. Αν σας πιάσει αλαζονεία και σηκώσετε όλο το εμπόρευμα θα ξεκινήσουν ανακρίσεις και αργά ή γρήγορα οι ανωτέροι μου θα φτάσουν σε σας και σε μένα -Ξέρουμε, δεν πάμε για τα πολλά καπιτάν για να μην χάσουμε και τα λία Ο Έρικ χαμογέλασε ο δεύτερος μαυραγορίτης καθόταν σκεφτικός και αμίλητος Ο Έρικ τον κοίταξε και τον ρώτησε -Τι σκέφτεσαι φίλε; -Το φορτηγό μας θα πρέπει να κινηθεί νύχτα. Η απαγόρευση της κυκλοφορίας συνεχίζει να ισχύει. Πως θα περάσουμε τις περιπόλους και τα μπλόκα νύχτα, στους δρόμους της Αιθερίας; Ο Έρικ σηκώθηκε και προχώρησε προς μια σιφονιέρα. Άνοιξε ένα συρτάρι και έβγαλε από μέσα κάτι χαρτιά. Πλησίασε πάλι το τραπέζι και τα πέταξε μπροστά στους δυο χαφιέδες -Είναι ειδική άδεια που σας επιτρέπει να κινείστε μέσα στην πόλη νύχτα Οι δυο μαυραγορίτες κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν Πήρε ο καχύποπτος την άδεια και την έβαλε στην τσέπη του. Σηκώθηκαν όρθιοι και οι δυο τους -Νομίζω καπιτάν όλα θα παν καλά, είπε ο πρώτος που ήταν και πιο ομιλητικός -Θα πουλήσετε τον μισό τόνο στην τιμή των δυο. Το χρήμα που θα βγάλουμε όλοι από αυτή την "δουλειά" ίσως και να μας εξασφαλίσει για μια ζωή, είπε ο Έρικ Η Μάγδα από το μέσα δωμάτιο άκουγε τον διάλογο συγκλονισμένη. Είχε ακούσει για τους μαυραγορίτες που λυμαίνονταν την χώρα ενώ ο λαός πέθαινε στους δρόμους απ την πείνα , αλλά πρώτη φορά γινόταν αυτήκοος μάρτυρας του τρόπου που οργανώνονταν οι "βρωμοδουλειές " τους Ένιωσε μίσος εκείνη την στιγμή. Οι τρεις άντρες που βρισκόταν μέσα στο σαλόνι , ήταν από τους κύριους υπεύθυνους για τον θάνατο από αρρώστιες και ασιτία των γονιών και των αδελφών της. Ήθελε να μπει στο σαλόνι και να τους σκοτώσει. Γρήγορα συνειδητοποίησε πως δεν θα μπορούσε να πετύχει κάτι τέτοιο εκείνη την στιγμή Οι τρεις άντρες κοντοστάθηκαν στην πόρτα. Ο Έρικ τους είπε -Σε τρεις μέρες θα τα ξαναπούμε. Θα ρθείτε τα μεσάνυχτα στην λίμνη -Στον Μαραθώνα; -Ναι. Θα σας περιμένω πάνω στην γέφυρα. Θα μου δώσετε το μερίδιο μου και θα πάρετε οδηγίες για την επόμενη δουλειά Ο Βασίλι περπατούσε στους έρημους δρόμους της νυχτερινής Αιθερίας. Σε λίγο θα ξεκινούσε η απαγόρευση της κυκλοφορίας που χαν επιβάλλει οι κατακτητές. Ο Συνταγματάρχης Βαλέριν, πριν τον στείλει στην Βαλκανία, τον προμήθευσε με αρκετά χρήματα όμως ο ίδιος, όντας ολιγαρκής, σκέφτηκε πως θα ταν καλύτερα να μην ξοδέψει ένα μέρος αυτών των χρημάτων στο ενοίκιο κατοικίας. Για αυτό είχε μια βδομάδα που χε φτάσει στην χώρα με χίλιες δυσκολίες, διασχίζοντας με πλαστά χαρτιά όλη την Ευρώπη και επέλεγε να κοιμάται στην παραλία, στην αμμουδιά. Σύντομα ανακάλυψε πως λίγο παραδίπλα απ την αμμουδιά είχε σπηλιές στις οποίες κατέφευγαν οπιομανείς για να βγάλουν την νύχτα. Δεν μπορούσε να τις προσεγγίσει γιατί τις είχαν καβατζάρει όλες αυτοί και τους ήταν εντελώς άγνωστος Δεν άργησε να διαπιστώσει ένα πρωί που βγαίναν απ τις σπηλιές και τον αντίκριζαν στην παραλία, πως τον βλέπαν εχθρικά. Για αυτούς ήταν ένας άγνωστος "εισβολέας" που ήρθε στον χώρο τους. Ακόμη και η αστυνομία σχεδόν ποτέ δεν έμπαινε στον κόπο να καταδιώξει τους οπιομανείς στις σπηλιές της παραλίας Με τις μέρες συνήθισαν την παρουσία του. Κάποια στιγμή ένας κοντούλης απ την παρέα των ναρκομανών , για τον οποίο ο Βασίλι δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν αρκετά αφελής, αρκετά πονηρός, ή αρκετά καλόκαρδος, τον πλησίασε και του πιασε κουβέντα. Του πρόσφερε τσιγαράκι και μιλούσαν κοιτώντας την παραλία -Οι φίλοι σου φεύγουνε . Δεν θα πας μαζί τους; τον ρώτησε ο Βασίλι -Όχι. Αυτοί πάνε σπίτια τους. Εγώ δεν έχω σπίτι -Αφού έχουν σπίτια γιατί κοιμούνται στην σπηλιά; ρώτησε ο Ρώσος Ο κοντούλης γέλασε Του τεινε το χέρι για χειραψία -Βαγγέλης , του είπε Ο Βασίλης έσφιξε το χέρι του με του Βαγγέλη -Βασίλι, χάρηκα πολύ -Ρώσος εμιγκρές; ρώτησε ο Βαγγέλης αδιάφορα , μιας και στην Ευρώπη αλλά και στην Βαλκανία είχαν καταφύγει μετά την επανάσταση του 1917 πολλοί Ρώσοι φίλοι του Τσαρικού καθεστώτος και εχθροί της επανάστασης. Κάποιοι ζούσαν πλουσιοπάροχα αφού κατάφεραν να κουβαλήσουν τις περιουσίες τους στην νέα του πατρίδα και άλλοι εξαθλιωμένα , είτε γιατί κατάφεραν να φτάσουν μόνο με τα ρούχα τους, είτε γιατί και στην Τσαρική Ρωσία ήταν απλά φτωχοί υποτακτικοί του Τσάρου -Το βρήκες Βαγγέλη, είπε αδιάφορα ο Βασίλι -Ξέρω μια εμιγκρού φίλε. Την Ρόζα. Τραγουδά σε ένα απ τα μαγαζιά της Αιθερίας. Οι φίλοι που λες, κοιμούνται στις σπηλιές γιατί δεν θέλουν να πάνε σπίτια τους μαστουρωμένοι. Η μαστούρα είναι μια ιεροτελεστία. Με νοάς; Πως κάναν οι αρχαίοι τις δικές τους; Έτσι. Ναι. Που λες , η μαστούρα θέλει καλή παρέα, φιλαράκια. Σε πάει αλλού. Με νοάς; Ναι. Έτσι. Σε κάνει να ξεχνάς αυτό που ζεις εδώ. Την φτώχεια, την γκρίνια της κυράς σου, το ξύλο των γονιών σου. Εμένα ο πατέρας μου με έδερνε χωρίς να κάνω τίποτα. Νοάς; Ναι. Τον έδειρα και έφυγα απ το χωριό. Ήρθα εδώ. πιο μικρός -Πόσο πιο μικρός ρε Βαγγέλη; είσαι ήδη μικρός. Πόσο είσαι; -18. Ήρθα πριν δυο χρόνια. Έκανα άσχημες δουλειές. Κουβαλούσα όλη μέρα στο λιμάνι σακιά. 15 ώρες δουλειά και πληρωνόμουν ένα πιάτο φακές. Με νοάς; Έτσι. Έχω φάει πολύ φακή φίλε. Όλη μέρα έκλανα χαχαχαχα, έχω ρίξει πολύ κλάσιμο στην ζωή μου εμένανε που με βλέπεις Ο Βασίλι γέλασε μαζί του με το αστείο που έκανε -Και στο όπιο πως έπεσες; Ο Βαγγέλης σήκωσε το μανίκι από το βρώμικο πουκάμισο του -Ακόμα στο όπιο είσαι; Δες εδώ , είπε και του δείξε σημάδια από σύριγγα σε όλο του το χέρι Ο Βασίλι προερχόμενος από μια κοινωνία όπου η κατά κόρον κατάχρηση ήταν το αλκοόλ και δη η βότκα δεν κατάλαβε -Καλό το όπιο, είπε ο Βαγγέλης, αλλά τελευταία έχει έρθει ένα νέο ναρκωτικό, με νοάς; Ηρωινή το ελένε. Έτσι. Ναι. Το παίρνεις με ένεση και φίλε Βασίλι, σε ταξιδεύει πραγματικά. Πετά.ς. Έχεις νιώσει τι ελευθερία είναι να πετάς; Ο Βαγγέλης κοίταξε στον ορίζοντα την θάλασσα. Έδειξε με το δάχτυλο του τα γλαροπούλια που πετούσα και κράζανε - Τα βλέπεις; Αυτά είναι πραγματικά ελεύθερα, με νοάς; Ναι. Έτσι Ο Βασίλι κοίταξε τα πουλιά και το κράξιμο τους του φέρε συγκίνηση. Θυμήθηκε τις βόλτες στην λίμνη Λαντόγκα λίγο έξω απ το Λένινγκραντ τα καλοκαίρια . Του θύμιζαν τα λιμνοπούλια της Βόρειας πατρίδας του Ο Βαγγέλης συνέχισε -Γιατί άρχισα τα ναρκωτικά είπες; Θα σε πώ φίλε Βασίλι. Ναι. Εκεί στο λιμάνι. Πολύ δουλειά , λίγα λεφτά.Μερικές φορές το αφεντικό δεν πλήρωνε καν . Έλεγε δεν είχε λεφτά. Και γω δώστου φακή, πολύ φάκη. Με νοάς; Μια μέρα. Βράδυ ήταν. Πριν σχολάσω. Κουβαλώ το τελευταίο σακί. Είχαμε μείνει εγώ και το αφεντικό. Οι άλλοι είχαν φύγει. Με φωνάζει. Πάω στο γραφείο του. Βλέπω στο τραπέζι λεφτά. Πολλά λεφτά. Χαμογελούσε. Τα θες ρε πεινάλα; μου πε και γέλασε. Τα θελα ρε φίλε. Με νοάς; Πόσο φακή να αντέξει ένας άνθρωπος; Αν βγάλεις τα ρούχα σου θα ναι δικά σου ρε. είπε Τι να έκανα; Δεν ξέρετε εσείς από κούραση και πείνα -Και τι έγινε; -Μου κάνε, με νοας; Μου κάνε...τι κάνει ό άντρας στην γυναίκα; Αυτό μου κανε Ο Βασίλι θυμόταν πως στην ΕΣΣΔ δεκαετία του 20 είχε θεσπιστεί νόμος όπου η σεξουαλική ελευθερία είχε κατοχυρωθεί ως νόμιμο δικαίωμα. Ένας νόμος όπου την δεκαετία του 30 καταργήθηκε , ποινικοποιόντας κάθε μορφή σεξουαλικής ελευθερίας, όμως ο ίδιος ως επαναστάτης δεν είχε πρόβλημα με τις σεξουαλικές προτιμήσεις κανενός. Είχε όμως πολύ σοβαρό πρόβλημα με τον βιασμό -Κάθε βράδυ για ένα μήνα γινόταν αυτό φίλε Βασίλι. Μερικές φορές φώναζε και άλλα αφεντικά και κάναν το ίδιο Ο Βασίλι προσπαθούσε τώρα να συγκρατήσει τα νεύρα του -Σου έδινε όμως καλά λεφτά; Έτσι δεν σου υποσχέθηκε; -Τι να τα κάνεις τα λεφτά; Θα τα πάρεις και θα πας να φας και να πιεις; Έτσι έλεγε και μου πρόσφερε πριν και μετά καλό φαϊ και ποτό. Με νοάς; -Δεν θέλω να φανώ αγενής αλλά σε κορόιδευε -Και γω το κορόιδο το κατάλαβα αργά και του πα τέρμα. Με νοάς; -Καλά έκανες -Με βάλανε κάτω φίλε τα αφεντικά και με δέρνανε όλο το βράδυ. Μέχρι το ξημέρωμα. Μετά με πετάξανε σε ένα χαντάκι. Το όπιο μόνο μ έκανε να ξεχνάω τον πόνο του σώματος και της ψυχής μου, είπε ο Βαγγέλης και σηκώθηκε να φύγει κλαίγοντας Ο Βασίλι εκείνη την στιγμή ξέχασε τον παγκόσμιο πόλεμο που μαινόταν, την ανάγκη και την εμπιστοσύνη της πατρίδας του να στηθεί δίκτυο κατασκοπείας στην Βαλκανία, τον λαό του που ήταν αποκλεισμένος στο Λένινγκραντ. Ο συνταγματάρχης Βαλέριν του χε εμπιστευτεί ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό και ένα πιστόλι με σφαίρες λέγοντας του "Για αυτό το πιστόλι και τις σφαίρες εργάστηκαν προλετάριοι σύντροφοι. Στο εμπιστεύεται ο λαός σου για να το χρησιμοποιήσεις προς όφελος της ΕΣΣΔ και να μην σπαταλήσεις ούτε μια σφαίρα για αλλότριους λόγους" Εκείνη την στιγμή η υποχρέωση του απέναντι στην πατρίδα του πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Θα μπορούσες να τον πεις καιροσκόπο, αφελή, μικροαστό. Ίσως κάποιος σπουδαγμένος σύντροφος να διετύπωνε αυτές τις κατηγορίες , όμως που να πάρει, πολεμούσαν για το τέλος της καταπίεσης ανθρώπου σε άνθρωπο Σηκώθηκε. Πλησίασε τον Βαγγέλη -Θα με πας το βράδυ στην αποθήκη του πρώην αφεντικού σου;
Το αφεντικό του καθόταν μόνος στο γραφείο της αποθήκης. Ο Βαγγέλης μπήκε μέσα και στάθηκε μπροστά του
Μόλις τον είδε μούγκρισε πριν μιλήσει -Ζεις; τον ρώτησε -Περίπου, απάντησε ο Βαγγέλης Το αφεντικό σηκώθηκε αρπάζοντας μια μαγκούρα. Πλησίαζε τον Βαγγέλη με αργά και απειλητικά βήματα -Πουτανάκι. Με προσέβαλες. Απο μένα δεν φεύγει κανείς. όχι ζωντανός τουλάχιστον -Δεν έφυγα αφεντικό. Είδες πως επέστρεψα Το αφεντικό σήκωσε την μαγκούρα να τον χτυπήσει όμως το σώμα του πάγωσε βλέποντας τον Βασίλι να μπαίνει στον χώρο κρατώντας ένα πιστόλι και σημαδεύοντας τον -Ποιος είσαι εσύ; ρώτησε -Ο τελευταίος άνθρωπος που βλέπεις, απάντησε ο Βασίλι και έριξε δυο σφαίρες, την μια στο στήθος και την άλλη στο κεφάλι του αφεντικού, το οποίο παραπάτησε πριν σωριαστεί νεκρός στο πάτωμα Απ έξω ακούστηκαν φωνές και γοργά βήματα προς την αποθήκη -Πάμε, φώναξε ο Βαγγέλης τρομαγμένος. Βγήκαν έξω και είδαν τα άλλα αφεντικά έξω από την αποθήκη να κρατούν σουγιάδες και να ναι έτοιμοι αν τους ορμήξουν -Θα σας συμβούλευα να φύγετε, φώναξε ο Βασίλι στα 3 άτομα που τους κοιτούσαν με μίσος Τα αφεντικά του λιμανιού αγνόησαν την προτροπή του Ρώσου και τους όρμηξαν. Ο Βασίλι δεν δίστασε να ανοίξει πυρ ενάντια στους δυο σκοτώνοντας τους. Μετά στράφηκε να ψάξει με το βλέμμα του τον τρίτο και τον είδε να μπήγει το μαχαίρι του στον Βαγγέλη και να το γυρίζει με μίσος αρκετές φορές μέσα στην κοιλιά του Πάγωσε. Ένιωσε τα πόδια του να μην τον κρατάνε. Το φτωχό αγροτόπαιδο που ρθε στην πόλη για μια καλύτερη ζωή και βίωσε όλη την διαφθορά και καταπίεση της αστικής κοινωνίας κείτονταν νεκρό δίπλα σε μια λίμνη αίματος Σήκωσε το πιστόλι του για μια ακόμη φορά και σημάδευσε ένα από τα πιο αποκρουστικά πρόσωπα της καπιταλιστικής κοινωνίας. τέλος επεισοδίου
Στην Βαλκανία η γερμανική κατοχή ήταν πολύ σκληρή από το πρώτο κιόλας έτος.
Οι κατακτητές δεν άργησαν να βρουν πρόθυμους συνεργάτες, προερχόμενους από το αγγλόφιλο προηγούμενο καθεστώς και μαζί τους σχεδίασαν την αποψίλωση της αγροτικής παραγωγής αλλά και των αποθεμάτων χρυσού του κράτους, τα οποία και απέστειλαν στο Βερολίνο, ώστε να ενισχυθεί οικονομικά ο πόλεμος των ναζί σε άλλα ανοικτά μέτωπα , όπως η μάχη των Υποβρυχίων που εκτυλίσσονταν στον Ατλαντικό, η μάχη της ερήμου που λάβαινε χώρα στην Βόρειο Αφρική αλλά κυρίως η μάχη για την κατάκτηση της ΕΣΣΔ Στην πρωτεύουσα της Αιθερίας εκείνο τον χειμώνα του 1941 έπεσε μεγάλη πείνα. Στις λαϊκές και εργατικές γειτονιές κόσμος πέθαινε από την ασιτία. Οι εγχώριοι συνεργάτες των ναζί μοίραζαν τα τρόφιμα με το σταγονόμετρο και μόνο με την απαραίτητη κατοχή δελτίου κατ άτομο Οι αποδυναμωμένοι απ την πείνα οργανισμοί πολλών οικογενειών παραδιδόταν ευκολότερα στις αρρώστιες και πολλοί άνθρωποι πεθαίνανε Η Μάγδα σε μερικούς μήνες βρέθηκε μόνη της στον κόσμο. Οι γονείς και τα δυο αδέλφια της είχαν πεθάνει Μια συμμορία χαφιέδων της γειτονιάς της κλέψανε το μοναδικό δελτίο που δικαιούταν ώστε να προμηθεύεται λίγη ζάχαρη, λίγο λάδι και μισή μερίδα φαγητού την μέρα
Κάπως έτσι βρέθηκε να τριγυρνάει μόνη εκείνο το βράδυ, ζαλισμένη απ την πείνα στους δρόμους του κέντρου της Αιθερίας
Γερμανοί στρατιώτες, αξιωματικοί, γόνοι πλουσίων ντόπιων οικογενειών και χαφιέδες πλημμύριζαν τους δρόμους του κέντρου. Τα καμπαρέ και τα κέντρα διασκεδάσεως φωτίζαν την νύχτα με την λάμψη τους Αναρωτιόταν η Μάγδα , πως γίνεται άνθρωποι στις συνοικίες λίγα μόλις χιλιόμετρα απ το κέντρο να πεθαίνουν απ την πείνα και την ίδια στιγμή να υπάρχει τόσος πλούτος συγκεντρωμένος στο κέντρο της Αιθερίας; Άθελα της και ζαλισμένη απ την πείνα έπεσε πάνω σε έναν Γερμανό αξιωματικό που έβγαινε από ένα θέατρο αγκαλιά με δυο πόρνες Οι τρεις τους γελούσαν και δείχαν τόσο ανέμελα χαρούμενοι μέχρι να τους διακόψει η Μάγδα. Ο αξιωματικός σήκωσε το χέρι του να την χτυπήσει αλλά δίστασε μόλις η Μάγδα τον κοίταξε στα μάτια και του ζήτησε «συγνώμη» στα Γερμανικά Την περιεργάστηκε καλύτερα. Θα λεγε κανείς πως την έγδυσε με τα μάτια του.Το βλέμμα της τον είχε «σκλαβώσει» αμέσως Ψιθύρισε στις δυο πόρνες να πάνε στο αμάξι του και να τον περιμένουν. Μετά χαμογέλασε στην Μάγδα -Από που είσαι κοπελίτσα; Την ρώτησε Η Μάγδα δεν απάντησε. Αυτός συνέχισε χαϊδεύοντας το γλυκό προσωπάκι της -Μένεις στην γειτονιά των εργατών; Έχω κάποιους φίλους εκεί Τους χαφίεδες προφανώς, σκέφτηκε η Μάγδα, μπορεί και τους συγκεκριμένους που της κλέψανε το δελτίο -Πεινάς; Μην φοβάσαι, πες μου. Πεινάς; Την ρώτησε Η Μάγδα φοβισμένα κούνησε το κεφάλι της Ο αξιωματικός χαμογέλασε. -Περίμενε, της είπε και κίνησε προς το αμάξι του Εκεί είπε στον σωφέρ του να οδηγήσει τις δυο πόρνες σπίτι τους. Μετά έβγαλε αδιάφορα,δίχως να μετρήσει μερικά χρήματα και τα έδωσε στις κοπέλες. Τις καληνύχτισε και το αμάξι κίνησε για το σπίτι τους. Αυτός πλησίασε την Μάγδα και την έπιασε αγκαλιά -Ξέρω ένα καλό εστιατόριο εδώ πιο κάτω. Πάμε να φάμε; Πεθαίνω της πεινας, της είπε με όσο πιο γλυκό τόνο μπορούσε να προσθέσει στην φωνή του Η Μάγδα σκέφτηκε πως οι φτωχοί άνθρωποι της χώρας της ήταν αυτοί που πεθαίναν απ την πείνα και τις κακουχίες για τις οποίες ευθυνόταν αυτός αλλά δεν του το πε. Αντ αυτού κούνησε το κεφάλι της Είχε καταλάβει. Δεν ήταν χαζή. Ήξερε πως ο Αξιωματικός των ναζί θα της πρόσφερε ένα πλούσιο γεύμα με αντάλλαγμα να περάσει μαζί του την νύχτα Εκείνη την νύχτα ήταν που έχασε την παρθενιά της, μα ακόμη περισσότερο, εκείνη ήταν η νύχτα που έχασε την αθωότητα της
Το πρωί περίμενε να την κλωτσήσει έξω από το διαμέρισμα του ο Γερμανός. Προς μεγάλη έκπληξη της τον είδε να αφήνει δίπλα στο γυμνό κορμί της, καθώς ακόμη ξάπλωνε στο κρεββάτι, μερικά χαρτονομίσματα
-Πρεπει να πάω στην δουλειά, της είπε, εσύ πάρε αυτά και πάνε αγόρασε κάτι για σένα. Κανα ωραίο φουστανάκι και ότι άλλο θέλεις. Το μεσημέρι θα έρθω να σε πάρω να πάμε για φαγητό. Εντάξει; Της είπε χαμωγελώντας γλυκά και έσκυψε και την φίλησε Κοίταξε τον μπόγο με τα χαρτονομίσματα Ένιωθε τόσο βρώμικη. Το χέρι της άγγιξε το χρήμα Στο υπόλοιπο της ζωής της θα προσπαθούσε να καθαρίσει απ την ψυχή της εκείνη την νύχτα
Το γερμανικό επιτελείο είχε αποφασίσει να μην καταλάβει την πόλη του Λένινγκραντ. Αντ αυτού επέλεξαν να αποκλείσουν την πόλη και να την καταδικάσουν στην λιμοκτονία σε μια προσπάθεια να «τιμωρήσουν» συμβολικά την πόλη που έφερε το όνομα του ηγέτη της επανάστασης των Μπολσεβίκων το 1917
Σε μια ανάλογη πράξη συμβολισμού είχαν αποφασίσει να ισοπεδώσουν την πόλη του Στάλινγκραντ γιατί έφερε το όνομα του ηγέτη της ΕΣΣΔ εκείνη την εποχή Ο Βασίλη ήταν ένας απλός λοχαγός του στρατού. Η μονάδα του πολέμησε έξω απ την πόλη του Λένινγκραντ τους Γερμανούς αλλά απωθήθηκε γρήγορα μέσα σε αυτήν και αποκλείστηκε Στεκόταν μπροστά απ την όπερα της πόλης. Άναψε ένα τσιγάρο βλαστημώντας βλέποντας δυο άντρες του δημοτικού συμβουλίου της πόλης Η πόλη και ο λαός της λιμοκτονούσαν αλλά οι ανώτατοι άρχοντες του κόμματος καθώς και το δημοτικό συμβούλιο δεν είχαν χάσει ούτε ένα κιλό Φημολογούνταν πως απλοί φαντάροι , αποσπασμένοι σε τάγματα της nkvd φρουρούσαν τις αποθήκες τροφίμων στα υπόγεια του Δημαρχείου, όπου εκεί μπορούσε κανείς να βρει από χαβιάρι μέχρι ακριβά γαλλικά κρασιά και σαμπάνια Ο ίδιος γνώριζε πως αν ζούσε μετά το τέλος του πολέμου θα περνούσε από δίκη μαζί με τον λόχο του και θα καταδικάζονταν επειδή υποχώρησαν στην μάχη για την προάσπιση του Λένινγκραντ Το καθεστώς θεωρούσε προδοσία όταν οι άντρες του ιππικού οπισθοχωρούσαν κάτω απ την πίεση της Γερμανικής αεροπορίας του Γκαίρινγκ αλλά και τους κανονιοβολισμούς των τανκς του Γκουντέριαν. Τώρα, εγκλωβισμένος μέσα στο μπάχαλο του πολιορκημένου Λένινγκραντ απλά κέρδιζε μέρες Παρ όλα αυτά αγαπούσε το καθεστώς, λάτρευε τον Στάλιν , τον επονομαζόμενο «πατερούλη»,αν και ήξερε πως στο τέλος του πολέμου θα τον εκτελούσαν Μισούσε θανάσιμα όμως τους ναζί. Είχε αποφασίσει να πολεμήσει μέχρι τέλους Παρά το γεγονός πως το επιτελείο της πόλης αρνούνταν να δώσει τέτοια διαταγή, ο ίδιος έπεισε τον λόχο του να επιχειρήσουν έξοδο απ την πόλη σπάζοντας τον Γερμανικό κλοιό με σκοπό να βρουν τρόφιμα για τον κόσμο Πήρε μια βαθιά τζούρα μέσα στο κρύο και χαμογέλασε, αναλογιζόμενος πως θα ταν πιο εύκολο να επιτεθούν στο Δημαρχείο και να ανοίξουν τις αποθήκες του για τον λαό. Αυτό όμως θα έπληττε το κύρος του καθεστώτος στο οποίο πίστευε
Ένα αμάξι της nkvd φρέναρε απότομα μπροστά του. Από μέσα του ξεπήδησαν 3 άντρες με πολιτικά οι οποίοι κρατούσαν στα χέρια τα πιστόλια τους
Ο Βασίλη πήρε ακόμη μια τζούρα αμέριμνος. Αν είχε έρθει το τέλος του, λυπόταν που δεν θα συνοδευόταν με μια γουλιά βότκα Μέσα από το αμάξι βγήκε ο Συνταγματάρχης Βαλέριν. Τον κοίταξε με το βλοσυρό του ύφος -Ετοιμάζεις έξοδο απ την πόλη; Τον ρώτησε -Φαντάζομαι για να το γνωρίζετε εσείς σύντροφε Βαλέριν μάλλον το σχέδιο μου πήγε κατά διαόλου -Και ναι και όχι , του απάντησε Μερικά λεπτά αργότερα καθόντουσαν δίπλα απ το τζάκι στο γραφείο του συνταγματάρχη -Πρέπει να σαι πολύ τρελός ή πολύ έξυπνος για να θέλεις να επιχειρήσεις έξοδο απ το Λένινγκραντ. Και εγώ αυτή την στιγμή χρειάζομαι κάποιον που να ναι και τα δύο, του είπε -Αυτό σημαίνει πως δεν θα με εκτελέσετε; -Αυτό σημαίνει πως το γενικό επιτελείο σχεδίασε μια μυστική αποστολή σε άλλη χώρα εν αγνοία της ηγεσίας του κόμματος. Φυσικά αρνήθηκαν όλοι σ όσους προτάθηκε να πάρουν μέρος στην αποστολή -Και προτείνετε σε μένα να πάρω μέρος; Ο Βαλέριν κούνησε αμήχανα τα χέρια του πριν του απαντήσει -Γιατί όχι Βασίλι; Είσαι πιστό μέλος του κόμματος. Γνωρίζεις πως μετά τον πόλεμο κατά πάσα πιθανότητα θα περάσεις από δίκη και παρ όλα αυτά δεν πρόδωσες. Θα μπορούσες να αυτομολήσεις στους ναζι όμως επέλεξες να μείνεις στην πόλη και να πολεμήσεις -Και τι ακριβώς μου προτείνετε; -Θέλουμε να δημιουργήσουμε ένα μυστικό δίκτυο αντίστασης σε μια σειρά από χώρες της Ευρώπης. Εσένα σε προορίζουμε για την Βαλκανία Ο Βασίλι κοίταξε την φωτιά, μετά γύρισε το βλέμμα του προς τον Βαλέριν -Ισχύει πως εκεί κάτω έχει πάντα ζέστη; Ο Βαλέριν χαμογέλασε -Σχεδόν πάντα Τελος 1ου επεισοδίου |
Details
AuthorWrite something about yourself. No need to be fancy, just an overview. ArchivesCategories |